-
1 captif
αιχμάλωτος -
2 zajatý
αιχμάλωτος -
3 pojmany
αιχμάλωτος -
4 tutsak
αιχμάλωτος, δέσμιος -
5 пленник
-а α.-ца, -ы θ.(κυρλξ. κ. μτφ.) αιχμάλωτος•пленник стоял с завязанными назад руками ο αιχμάλωτος στέκονταν με δεμένα τα χέρια πίσω•
пленник собственных стрсти αιχμάλωτος των ιδίων του παθών.
-
6 пленный
επ.αιχμάλωτος, -τισμένος•пленный солдат αιχμάλωτος στρατιώτης.
ουσ. αιχμάλωτος•наши захватили много -ых οι δικοί μας έπιασαν πολλούς αιχμάλωτους.
-
7 военнопленный
-
8 пленный
-
9 пленный
пленный1. прил αἰχμαλωτισμένος·2. м ὁ αἰχμάλωτος, αἰχμάλωτος πολέμου. -
10 captive
-
11 Captive
adj.Bound: Ar. and V. δέσμιος.——————subs.In war: use adj., P. and V. αἰχμάλωτος.Female: V. αἰχμαλωτίς, ἡ.Prisoner: P. and V. δεσμώτης, ὁ.Take captive, v.: P. ζωγρεῖν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Captive
-
12 военнопленный
военнопленныйм ὁ αἰχμάλωτος πολέμου. -
13 плен
пленм ἡ ἀΙχμαλωσία, ἡ αίχμαλωτηση[-ις], ὁ αίχμαλωτισμός:взять в \плен αίχ-μαλωτίζω, πιάνω αίχμάλωτο, συλλαμβάνω αἰχμάλωτο· попасть в \плен αἰχμαλωτίζομαι· сдаться в \плен παραδίδομαι αἰχμάλωτος. -
14 пленник
пленни||км ὁ αἰχμάλωτος. -
15 попадать
попада||тьнесов1. (в цель и т. п.) πετυχαίνω, πέφτω, βρίσκω·2. (очутиться где-л., тж. оказаться в каком-л. положении) πέφτω, βρίσκομαι:\попадать в незнакомое место βρίσκομαι σέ ἄγνωστο τόπο· \попадать в засаду πέφτω σέ ἐνέδρα· \попадать в беду́ παθαίνω συμφορά· \попадать в плеи πιάνομαι αίχμάλωτος· \попадать под суд διώκομαι δικαστικώς, δικάζομαι· \попадать под автомобиль μέ πατάει τό αὐτοκίνητο· \попадать под дождь μέ πιάνει ἡ βροχή·3. (проникать, оказываться где-л.) μπαίνω, φτάνω·4. (на работу, в школу и т. п.) γίνομαι δεκτός· ◊ \попадать впросак κάνω γκάφα, παθαίνω γκάφα[ν]· ему́ часто \попадатьет от отца а) τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τόν πατέρα του, б) συχνά τρώει ξύλο ἀπό τόν πατέρα του (о побоях). -
16 сдаваться
сдава́||ться Iнесов παραδίνομαι, παραδίδομαι / ὑποχωρώ, ἐνδίδω (уступать)/ συνθηκολογώ (капитулировать):\сдаваться в плен παραδίνομαι αἰχμάλωτος· \сдаваться на просьбы ἐνδίδω στίς παρακλήσεις κάποιου· не \сдаватьсяйся! перен μήν ὑποχωρείς!, μήν τά βάζεις κάτω!сдаваться IIбезл разг:мне (ему и т. д.) сдается μοῦ (τοῦ κ.λ.π.) φαίνεται. -
17 узник
узникм ὁ δεσμώτης, ὁ φυλακισμένος, ὁ αίχμάλωτος. -
18 prisoner
noun (anyone who has been captured and is held against his will as a criminal, in a war etc: The prisoners escaped from jail.) φυλακισμένος,αιχμάλωτος -
19 prisoner of war
plural - prisoners of war a member of the armed forces captured in a war.) αιχμάλωτος πολέμου -
20 военнопленный
[*][βαιενναπλάέννυϊ) ουσ. α αιχμάλωτος πολέμου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἰχμάλωτος — taken by the spear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
αιχμάλωτος — η, ο 1. αυτός που πιάστηκε από τον εχθρό: Τη μέρα εκείνη ο λόχος μας έπιανε τους πρώτους αιχμαλώτους. 2. υποταγμένος σε άλλον, γοητευμένος: Είχε καταντήσει αιχμάλωτος του προσώπου αυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
αἰχμάλωτον — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem acc sg αἰχμάλωτος taken by the spear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτοις — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτου — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτους — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτων — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτῳ — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμάλωτα — αἰχμάλωτος taken by the spear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)