-
1 αιχμάλωτος
-
2 αἰχμάλωτος
-
3 αἰχμάλωτος
αἰχμάλωτος, ώτου, ὁ captive (fr. αἰχμή ‘spear’ + ἁλωτός ‘captured’; Aeschyl.+) with beggars, the blind, and oppressed as examples of misery Lk 4:18; B 14:9 (both Is 61:1).—TPietro, Συναιχμαλῶτος, AnalectaBiblica 17–18, ’63, 418f.—B. 1414. DELG s.v. αἰχμή. M-M. TW. -
4 αἰχμάλωτος
αἰχμᾰλ-ωτος, ον,A taken by the spear, captive, prisoner, Pi.Fr. 223, Hdt.6.79, 134; freq. of women, A.Ag. 1440, S.Tr. 417:— αἰχμάλωτοι prisoners of war, And.4.22, Th.3.70; αἰ. λαμβάνειν, ἄγειν take prisoner, X.Cyr.3.1.37, 4.4.1; αἰ. γίγνεσθαι to be taken, ib.3.1.7; of things,αἰ. χρήματα A.Eu. 400
, cf. Ag. 334, D.19.139;νῆες X.HG 2.3.8
, IG2.789; τὰ αἰ. booty, X.HG4.1.26, An.4.1.13; αἰχμάλωτον, τό, = ἀνδράποδον, D.S.13.57.II = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰ. such as awaits a captive, Hdt.9.76; (lyr.);τύχη D.S.27.6
, Lib.Or.59.157.III αἰχμάλωτος, ὁ, name of plasters, Aët. 15.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰχμάλωτος
-
5 αἰχμάλωτος
-ος,-ον + A 3-0-12-4-7=26 Ex 22,9.13; Nm 21,29; Is 5,13; 14,2captive, prisoner, prisoner of war Nm 21,29; taken away, stolen Ex 22,9*Jb 41,24 αἰχμάλωτον captive-בהשׁ for MT יבהשׂ a hoary headCf. LE BOULLUEC 1989 227(Ex 22,9); →NIDNTT; TWNT -
6 αιχμάλωτος
captiveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αιχμάλωτος
-
7 αιχμάλωθ'
αἰχμάλωτα, αἰχμάλωτοςtaken by the spear: neut nom /voc /acc plαἰχμάλωτε, αἰχμάλωτοςtaken by the spear: masc /fem voc sg -
8 αἰχμάλωθ'
αἰχμάλωτα, αἰχμάλωτοςtaken by the spear: neut nom /voc /acc plαἰχμάλωτε, αἰχμάλωτοςtaken by the spear: masc /fem voc sg -
9 αιχμάλωτ'
αἰχμάλωτα, αἰχμάλωτοςtaken by the spear: neut nom /voc /acc plαἰχμάλωτε, αἰχμάλωτοςtaken by the spear: masc /fem voc sg -
10 αἰχμάλωτ'
αἰχμάλωτα, αἰχμάλωτοςtaken by the spear: neut nom /voc /acc plαἰχμάλωτε, αἰχμάλωτοςtaken by the spear: masc /fem voc sg -
11 αιχμάλωτον
αἰχμάλωτοςtaken by the spear: masc /fem acc sgαἰχμάλωτοςtaken by the spear: neut nom /voc /acc sg -
12 αἰχμάλωτον
αἰχμάλωτοςtaken by the spear: masc /fem acc sgαἰχμάλωτοςtaken by the spear: neut nom /voc /acc sg -
13 αἰχμαλωτίζω
αἰχμαλωτίζω 1 aor. ᾐχμαλώτισα LXX; pf. 3 pl. ᾐχμαλωτίκασιν 1 Macc 5:13. Pass.: 1 fut. αἰχμαλωτισθήσομαι; 1 aor. ᾐχμαλωτίσθην; pf. 3 sg. ᾐχμαλώτισται (TestJob 16:5) (s. αἰχμάλωτος; since Diod S 14, 37; Plut., Mor. 233c; Epict. 1, 28, 26; Ps.-Callisth. 2, 4, 3; 2, 6, 5 [pass.]; 3, 4, 6 [pass.]; SIG 763, 7; 10 [64 B.C.]; LXX; TestJob 16:5; EpArist 12; Test12Patr; AscIs 3:2; Jos., Bell. 1, 433 [mid.], Ant. 10, 153 [pass.]; Theoph. Ant. 3, 25 [p. 256, 27] s. Nägeli 29).ⓐ lit. take captive εἰς τὰ ἔθνη πάντα be scattered as captives among all nations Lk 21:24 (αἰ. εἰς as Tob 1:10; 1 Macc 10:33).ⓑ fig. (so Dio Chrys. 15 [32], 90 αἰχμάλωτος and αἰχμαλωσία) make captive of the ἕτερος νόμος: αἰκμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας makes me a prisoner to the law of sin Ro 7:23. αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ we take every thought captive and make it obey Christ 2 Cor 10:5. Of the devil μὴ αἰχμαλωτίσῃ ὑμᾶς ἐκ τοῦ προκειμένου ζῆν lest he lead you captive from the life which lies before you IEph 17:1.② the military aspect may give way to the more gener. sense gain control of, in which case αἰ. connotes carry away=mislead, deceive (Jdth 16:9 αἰ. ψυχήν; Iren. 1, praef. 1 [Harv. I 2, 4]) αἰ. γυναικάρια 2 Ti 3:6 (αἰχμαλωτεύοντες v.l.); τινά τινι αἰ. mislead someone w. someth. IPhld 2:2 (w. dat., and acc. to be supplied TestReub 5:3). ἵνα μὴ αἰχμαλωτισθήσεται ἡ καρδία αὐτῆς ἐκ ναοῦ κυρίου so that her heart be not enticed away from the Lord’s temple GJs 7:2.—DELG s.v. αἰχμή. M-M. TW. -
14 αιχμαλώτοις
-
15 αἰχμαλώτοις
-
16 αιχμαλώτου
-
17 αἰχμαλώτου
-
18 αιχμαλώτους
-
19 αἰχμαλώτους
-
20 αιχμαλώτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἰχμάλωτος — taken by the spear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
αιχμάλωτος — η, ο 1. αυτός που πιάστηκε από τον εχθρό: Τη μέρα εκείνη ο λόχος μας έπιανε τους πρώτους αιχμαλώτους. 2. υποταγμένος σε άλλον, γοητευμένος: Είχε καταντήσει αιχμάλωτος του προσώπου αυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
αἰχμάλωτον — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem acc sg αἰχμάλωτος taken by the spear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτοις — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτου — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτους — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτων — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτῳ — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμάλωτα — αἰχμάλωτος taken by the spear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)