-
1 αιχμάλωτος
-
2 αἰχμάλωτος
-
3 αιχμαλωτος
I21) добытый в бою, т.е. взятый в плен(ἀνήρ Her.; ἥ Λάκαινα Ἑλένη Eur.)
2) захваченный в бою или на войне(χρήματα Aesch.; νῆες Xen.; πόλεις, χώρα Plut.)
3) сопряженный с пленением(δουλοσύνη Her.; εὐνή Aesch.)
IIὅ и ἥ пленник, пленника Aesch., Thuc. -
4 αἰχμάλωτος
αἰχμάλωτος, ώτου, ὁ captive (fr. αἰχμή ‘spear’ + ἁλωτός ‘captured’; Aeschyl.+) with beggars, the blind, and oppressed as examples of misery Lk 4:18; B 14:9 (both Is 61:1).—TPietro, Συναιχμαλῶτος, AnalectaBiblica 17–18, ’63, 418f.—B. 1414. DELG s.v. αἰχμή. M-M. TW. -
5 αιχμάλωτος
η, ο [ος, ον ] 1.1) пленный;ανταλλαγή αιχμάλώτων — обмен пленными;
πιάνω αιχμάλωτο — брать в плен;
παραδίδομαι αιχμάλωτος — сдаваться в плен;
2) перен. связанный (обещанием);είμαι αιχμάλωτος τού λόγου πού έδωκα — я связан словом;
2. (ο) пленник;έγινε αιχμάλωτος των θέλγητρων της — она очаровала его
-
6 αἰχμάλωτος
ὁ αἰχμάλωτος (αἰχμή + ἄλισκ.) военнопленный -
7 αἰχμαλωτός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αἰχμαλωτός
-
8 αιχμαλωτός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αιχμαλωτός
-
9 αἰχμάλωτος
αἰχμᾰλ-ωτος, ον,A taken by the spear, captive, prisoner, Pi.Fr. 223, Hdt.6.79, 134; freq. of women, A.Ag. 1440, S.Tr. 417:— αἰχμάλωτοι prisoners of war, And.4.22, Th.3.70; αἰ. λαμβάνειν, ἄγειν take prisoner, X.Cyr.3.1.37, 4.4.1; αἰ. γίγνεσθαι to be taken, ib.3.1.7; of things,αἰ. χρήματα A.Eu. 400
, cf. Ag. 334, D.19.139;νῆες X.HG 2.3.8
, IG2.789; τὰ αἰ. booty, X.HG4.1.26, An.4.1.13; αἰχμάλωτον, τό, = ἀνδράποδον, D.S.13.57.II = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰ. such as awaits a captive, Hdt.9.76; (lyr.);τύχη D.S.27.6
, Lib.Or.59.157.III αἰχμάλωτος, ὁ, name of plasters, Aët. 15.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰχμάλωτος
-
10 αἰχμάλωτος
пленник, пленный; LXX: (שׂבה), (גּוֹלָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰχμάλωτος
-
11 αἰχμἀλωτος
пленный, пленник -
12 αιχμάλωτος
[эхмалотос] εκ. пленныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αιχμάλωτος
-
13 αἰχμάλωτος
-ος,-ον + A 3-0-12-4-7=26 Ex 22,9.13; Nm 21,29; Is 5,13; 14,2captive, prisoner, prisoner of war Nm 21,29; taken away, stolen Ex 22,9*Jb 41,24 αἰχμάλωτον captive-בהשׁ for MT יבהשׂ a hoary headCf. LE BOULLUEC 1989 227(Ex 22,9); →NIDNTT; TWNT -
14 αιχμάλωτος
[эхмалотос] επ пленный. -
15 αἰχμάλωτος
αἰχμ-άλωτος, speer-, d.i. kriegsgefangen; das Lager der Sklavin; von Menschen, von Schiffen; im Krieg erobert -
16 αιχμάλωτος
заробеникзаробениГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αιχμάλωτος
-
17 αιχμάλωτος
tutsak, esir -
18 αιχμάλωτος
captif -
19 αιχμάλωτος
1) jeniec (m) rzecz.2) pojmany przym. -
20 αιχμάλωτος
zajatý
См. также в других словарях:
αἰχμάλωτος — taken by the spear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
αιχμάλωτος — η, ο 1. αυτός που πιάστηκε από τον εχθρό: Τη μέρα εκείνη ο λόχος μας έπιανε τους πρώτους αιχμαλώτους. 2. υποταγμένος σε άλλον, γοητευμένος: Είχε καταντήσει αιχμάλωτος του προσώπου αυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
αἰχμάλωτον — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem acc sg αἰχμάλωτος taken by the spear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτοις — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτου — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτους — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτων — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαλώτῳ — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμάλωτα — αἰχμάλωτος taken by the spear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)