-
1 άγραφος
-
2 ἄγραφος
-
3 αγραφος
21) незаписанный, устный(μνήμη Thuc.; διαθῆκαι Plut.; κληρονόμος Luc.)
ἄγραφα λέγειν Dem. — говорить наизусть2) неписаный(νόμοι Lys., Dem., Arst., Plut.; νόμιμα Plat., Thuc.)
3) не включенный в список союзников, не внесенный в договор(πόλεις Thuc.)
-
4 ἀγραφος
2 не писанный -
5 ἄγραφος
ἄγραφ-ος, ον,A unwritten,μνήμη Th.2.43
; ἄ. διαθῆκαι nuncupatory wills, Plu.Cor.9;ἄ. κληρονόμος Luc.Tox.23
; ἄγραφα λέγειν to speak without book, Plu.Dem.8. Adv.-φως, κατὰ μνήμης σῴζεσθαι Procl. in Prm.p.553
S.II ἄ. δίκαιον, moral or equitable justice, Arist. EN 1162b22; ἄ. νόμοι or νόμιμα unwritten laws:2 laws of custom, Th.2.37;ἄ. νόμιμα Pl.Lg. 793a
, cf. Arist.Rh. 1373b5; ἄγραφα, τά, ib. 1368b9; ἄ. ἀδίκημα a crime not recognized by law, Hsch.III not registered, ἄ. πόλεις (in a treaty) Th.1.40; ἄ. γάμοι without written contract, CPR18.30 (ii A.D. Adv. - ως ibid., POxy.267.19(i A.D.)); ἄ. συνουσίαι not written down, Phlp.in Ph.513.30;συναλλαγματογραφίαι PTeb.1.140
; ἄγραφα καὶ ἄστατα neither catalogued nor weighed, IG2.652B2; hence ἄγραφα, τά, sundries, PTeb.112.104 (ii B. C.), al.2 ἄ. μέταλλα mines not registered, but worked clandestinely, Suid. s.v.IV without inscription, IG 2.754, al.—Prose word.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγραφος
-
6 ἄγραφος
-
7 άγραφος
yazısız, yazılmamış -
8 άγραφος
blankΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άγραφος
-
9 неписаный
неписаныйприл ἄγραφος, ἄγραπτος:\неписаный закон ὁ ἄγραπτος (или ὁ ἄγραφος) νόμος. -
10 άγραφον
-
11 ἄγραφον
-
12 αγράφως
-
13 ἀγράφως
-
14 אגרפוס
אַגְרָפוֹסm. (ἄγραφος) unwritten. Y.R. Hash. I, 57a bot. פרא בסיליאוס נומס א׳, cmp. Ar. h. v., a. s. v. בסיליאוס (ed. או נומוס או גריפיס) παρὰ βασιλέως ὁ νόμος ἄγραφος, for the king the law is unwritten (i. e. the king may disregard his own law). Lev. R. s. 35, beg. quot. in Ar. (missing in ed.). -
15 אַגְרָפוֹס
אַגְרָפוֹסm. (ἄγραφος) unwritten. Y.R. Hash. I, 57a bot. פרא בסיליאוס נומס א׳, cmp. Ar. h. v., a. s. v. בסיליאוס (ed. או נומוס או גריפיס) παρὰ βασιλέως ὁ νόμος ἄγραφος, for the king the law is unwritten (i. e. the king may disregard his own law). Lev. R. s. 35, beg. quot. in Ar. (missing in ed.). -
16 закон
законм в разн. знач. ὁ νόμος:\закон природы ὁ φυσικός νόμος· \законы общественного развития οἱ νόμοι τής κοινωνικής ἀνάπτυξης· \закон тяготения физ. ὁ νόμος τῆς βαρύτητας [-ης]· чрезвычайный \закон ὁ ἐκτακτος νόμος· неписаный \закон ὁ ἄγραφος νόμος· свод \законов ὁ κῶδιξ (νόμων)· обнародовать \закон δημοσιεύω νόμο· нарушать \закон παραβαίνω τόν νόμο· именем \закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· по \закону, в силу \закона σύμφωνα μέ τό νόμο, κατά τόν νόμον вне \закона ἐκτός νόμου· ◊ сухо́й \закон ὁ νόμος ποτοαπαγόρευσης· бу́ква \закона τό γράμμα τοῦ νόμου. -
17 словесный
словесн||ыйприл προφορικός, ρητός, ἄγραφος:\словесныйое заявление ἡ προφορική δήλωση. -
18 νόμος
ο1) закон (в разя, знач);φυσικός νόμος — закон природы;
άγραφος νόμος — неписаный закон;
ερμηνεία τού νόμου — толкование закона;
εκτακτος νόμος — чрезвычайный закон;
κώδικας νόμων — свод законов;
νόμοι της κοινωνικής ανάπτυξης — законы общественного развития;
παραβαίνω τον νόμο — нарушать закон;
δημοσιεύω νόμο — обнародовать закон;
ψηφίζω νόμο — принимать закон;
ακυρώνω τον νόμο — отменять закон;
τούτο έχει ισχύ ν νόμου — это имеет силу закона;
σύμφωνα με το νόμο — в силу закона;
κατά νόμον — по закону;
παρά τον νόμον — вопреки закону;
εκτός νόμου — вне закона;
κατά το γράμμα (τό πνεύμα) τού νόμου — согласно букве (духу) закона;
εν ονόματι τού νόμου — именем закона;
νόμοι της κοινωνικής συμπεριφοράς — нормы общественного поведения;
νόμος της έλξεως ( — или βαρύτητος) — закон всемирного тяготения;
θείος νόμος — церковная заповедь;
νόμος της ποταπαγόρευσης — сухой закон;
2) законоположение, законодательство;ποινικός νόμος — уголовное законодательство;
ο Ρωμαϊκός νόμος — римское право;
§
εξ αυτού οι νόμοι και οι προφήται κρέμονται — всё зависит от него;δεν έχει ούτε πίστη οότε νόμο — у него нет ни чести, ни совести
-
19 άγραφα
-
20 ἄγραφα
См. также в других словарях:
άγραφος — άγραφος, η, ο και άγραφτος, η, ο 1. εκείνος που δεν είναι γραμμένος: Του έδωσε ένα άγραφο χαρτί. 2. αυτός που δεν έχει γράψει: Έχω ακόμη άγραφα τα μαθηματικά μου. 3. απροσδόκητος: Αυτό είναι απ τ άγραφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄγραφος — unwritten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… … Dictionary of Greek
τερ(ρ)αγράφος — ο, Ν εικονομετρογράφος μηχανικής προβολής … Dictionary of Greek
ἀγράφως — ἄγραφος unwritten adverbial ἄγραφος unwritten masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγραφον — ἄγραφος unwritten masc/fem acc sg ἄγραφος unwritten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγράφοις — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγράφου — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγράφους — ἄγραφος unwritten masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγράφων — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγράφῳ — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)