-
1 κώδικας
κώδικας οкодекс –1) книга, описывающая все движимое и недвижимое имущество монастыря;2) рукописная книга с текстами, относящимися к древней или средневековой литературе (церковной или светской) -
2 κώδικας
[-ιξ (-ικος)] ο1) кодекс;ποινικός κώδικας — уголовный кодекс;
2) код;τηλεγραφικός κώδικας — телеграфный код;
3) правила; положение -
3 κώδικας
[кодикас] ουσ. а. код.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κώδικας
-
4 κώδικας
[кодикас] ουσ α код. -
5 κώδικας
code -
6 κώδικας
1) kod (m) rzecz.2) kodeks (m) rzecz.3) szyfr (m) rzecz. -
7 κώδικας
1) kód2) zákoník -
8 κώδικας
codeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κώδικας
-
9 kod
κώδικας -
10 code
κώδικας -
11 kód
κώδικας -
12 zákoník
κώδικας -
13 code
κώδικας -
14 kod
κώδικας -
15 kodeks
κώδικας -
16 szyfr
κώδικας -
17 kodeks
κώδικας, φαρμακοποιία -
18 şifre
κώδικας κρυπτογραφία -
19 кодекс
кодекс м о κώδικας* уголовный \кодекс ο ποινικος κώδικας* * *мο κώδικαςуголо́вный ко́декс — ο ποινικός κώδικας
-
20 code
[kəud] 1. noun1) (a collection of laws or rules: a code of behaviour.) κώδικας2) (a (secret) system of words, letters, or symbols: the Morse Code; The message was in code; We have deciphered the enemy's code.) κώδικας3) (a system of symbols etc for translating one type of language into another: There are a number of codes for putting English into a form usable by a computer.) κώδικας2. verb(to put into (secret, computer etc) code: Have you coded the material for the computer?) κωδικοποιώ
См. также в других словарях:
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
κώδικας — ο (λ. λατ.) 1. συλλογή νόμων: Υπάρχει ο ιουστινιάνειος κώδικας. 2. σύστημα αρχών και κανόνων που αναφέρονται σε κάποιο θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κώδικας, γενετικός — Βλ. λ. γενετικός κώδικας … Dictionary of Greek
Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας — (ΚΟΚ). Νομοθετική ρύθμιση που περιέχει τις κυριότερες διατάξεις για την κίνηση των οχημάτων και τους κανόνες οδήγησης και συμπεριφοράς, κυρίως των οδηγών αλλά και των πεζών, για την εύρυθμη λειτουργία των συγκοινωνιών και την αποφυγή ατυχημάτων.… … Dictionary of Greek
Ναπολεόντειος Κώδικας — Αστικός κώδικας που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1804. θεωρείται το σημαντικότερο νομοθετικό έργο του Ναπολέοντα και αποτελείται από 2.281 άρθρα. Διαιρείται σε τρία μέρη: στο δίκαιο των προσώπων, στο δίκαιο του αντικειμένου και των ειδών της… … Dictionary of Greek
γενετικός κώδικας — Φυσικό σύστημα κωδικοποίησης των γενετικών πληροφοριών που συναντάται σε όλους τους οργανισμούς ζώων, φυτών, βακτηριδίων και ιών. Ο κώδικας αυτός βρίσκεται στα γονίδια με τη μορφή νουκλεοτιδίων, οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα αμινοξέα. Ο… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρινός κώδικας — Ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά χειρόγραφα της Βίβλου. Ανάγεται στον 5ο αι. μ.Χ., είναι γραμμένο σε μεγαλογράμματη γραφή και προέρχεται από την Αίγυπτο. Περιέχει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, εκτός από κάποια τμήματα της Γένεσης, του Α’… … Dictionary of Greek
Ερμογενειακός Κώδικας — (Hermogenianus Codex). Συλλογή που περιέχει διατάξεις των αυτοκρατόρων του ρωμαϊκού κράτους. Η συλλογή συντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος από τον νομικό Ερμογένη το 314 324 μ.Χ. και αποτελεί συμπλήρωμα μιας άλλης συλλογής του Γρηγοριανού… … Dictionary of Greek
Σιναϊτικός κώδικας — Αρχαιότατο χειρόγραφο της Αγίας Γραφής, που βρίσκεται, στο μεγαλύτερο μέρος του, στο Βρετανικό Μουσείο … Dictionary of Greek
μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek