-
1 χρυσικά
χρυσικόςmade in cash: neut nom /voc /acc plχρυσικά̱, χρυσικόςmade in cash: fem nom /voc /acc dualχρυσικά̱, χρυσικόςmade in cash: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 χρυσικάς
χρυσικά̱ς, χρυσικόςmade in cash: fem acc pl -
3 καρπός
καρπός (A), ὁ,A fruit, in Hom. and Hes. (only in sg.), usu. of the fruits of the earth, corn, ἀρούρης κ. Il.6.142;κ. δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes.Op. 117
;κ. Δήμητρος Hdt.1.193
, etc.; ; κ. ἀρούρης, also of wine, Il.3.246; ἀμπέλινος κ. Hdt.1.212; so κ. alone, Ar. Nu. 1119 (codd. and Sch.); but of corn, opp. Βάκχιον νᾶμα, Id.Ec.14; καρποῦ ξυγκομιδή harvest, Th.3.15; κ. λωτοῖο, κρανείης, Od.9.94, 10.242; μελιηδέα κ., of grapes, Il.18.568;κ. ἐλαίας Pi.N.10.35
; τὸν ἐπέτειον κ. the crops of the year, Pi.P. 470b: generally, produce, κ. ὑγρός, of honey, Porph.Abst.2.20; also κ. εὐανθὴς μήλων, of wool, Opp.H.2.22: pl., καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν robbed of two years' produce, Hdt. 8.142;καρπῶν ἀτελεῖς Id.6.46
; κ. ὑγροὶ καὶ ξηροί produce of trees and fields, X.Oec.5.20; ξύλινοι, σιτικοὶ κ., Str.5.4.2; of fruits offered in sacrifice, BMus.Inscr.975.7 ([place name] Amathus), cf.κάρπωσις 11
; also of taxes paid in kind, opp. Χρυσικά, PHib.1.47.5 (iii B.C.), al.II returns, profits,οἱ κ. οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι X.Cyr.1.1.2
; τῶν ἀνηλωμένων.. τοὺς κ. Is.5.29.III of actions, fruit, profit, εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου if his oracles shall bear fruit, i.e. be fulfilled, A. Th. 618; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Id.Eu. 831 codd.;ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, κ. οὐ κομιστέος Id.Th. 600
; , cf. Pl.Phdr. 260d: freq. in Pi., κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, I.8(7).50; κ. φρενῶν wisdom, P.2.74; κ. φρενός, of his own ode, O.7.8; ἥβας κ., of the bloom of youth, ib.6.58, P.9.109; later, reward, profit,ἐπιτηδευμάτων Epicur.Sent.Vat. 27
; ὅπου ὁ κίνδυνος μέγας, καὶ ὁ κ. Diog.Oen.27;κ. νίκης Hdn.8.3.6
: freq. in NT,κ. εἰρηνικὸς δικαιοσύνης Ep.Hebr.12.11
, etc. (Cf. Lat. carpo, Engl. harvest.)------------------------------------καρπός (B), ὁ,A wrist, Il.24.671, Od.24.398, Hp.Fract.3, Arist.HA 494a2, etc.; ; καρποὶ Χειρῶν ib. 891, cf. X. Cyr.6.4.2. (Perh. cf. ONorse huerfa 'turn round'.) -
4 χρυσικός
A made in cash: χρυσικά, τά, cash payments, POxy. 136.13 (vi A. D.);χ. στέφανοι PTeb.60.102
(ii B. C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσικός
См. также в других словарях:
χρυσικά — χρυσικός made in cash neut nom/voc/acc pl χρυσικά̱ , χρυσικός made in cash fem nom/voc/acc dual χρυσικά̱ , χρυσικός made in cash fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσικάς — χρυσικά̱ς , χρυσικός made in cash fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσικός — ο / χρυσικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] νεοελλ. χρυσοχόος («στ αργαστήρι δουλεύω, χρυσικός», Παλαμ.) μσν. 1. αυτός που πληρώνεται σε χρυσό, σε χρυσά νομίσματα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χρυσικά πληρωμή τοις μετρητοίς αρχ. κατασκευασμένος… … Dictionary of Greek