Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Χρυσικά

См. также в других словарях:

  • χρυσικά — χρυσικός made in cash neut nom/voc/acc pl χρυσικά̱ , χρυσικός made in cash fem nom/voc/acc dual χρυσικά̱ , χρυσικός made in cash fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσικάς — χρυσικά̱ς , χρυσικός made in cash fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσικός — ο / χρυσικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] νεοελλ. χρυσοχόος («στ αργαστήρι δουλεύω, χρυσικός», Παλαμ.) μσν. 1. αυτός που πληρώνεται σε χρυσό, σε χρυσά νομίσματα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χρυσικά πληρωμή τοις μετρητοίς αρχ. κατασκευασμένος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»