-
1 Πιερια
ион. Πῑερίη ἥ Пиерия (область в юго-зап. Македонии, родина Орфея, излюбленное местопребывание Муз) Hom., HH., Hes., Her. -
2 Πιερία
Πῑερία, ἡ, [dialect] Ion. -ιη, Pieria, in the S.W. of Macedonia, Il.14.226, Od.5.50, Hes.Th.53. Adv. [full] Πῑερίηθεν,A from Pieria, Id.Op.1, h.Merc. 85: [full] Πῑερίδες, αἱ, Pierides, name of the Muses, as haunting Pieria, Hes.Sc. 206, Pi.O.10(11).96, P.1.14, etc.: Adj. [full] Πῑερικός, ή, όν, Hdt. 4.195, etc. -
3 Πιερία
Πῑερίᾱ, Πιερίαfrom Pieria: fem nom /voc /acc dualΠῑερίᾱ, Πιερίαfrom Pieria: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Πῑερίαι, Πιερίαfrom Pieria: fem nom /voc plΠῑερίᾱͅ, Πιερίαfrom Pieria: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 Πιερίᾳ
Βλ. λ. Πιερία -
5 Πιερία
η Пиерия (ном в Македонии) -
6 Pieria
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pieria
-
7 Πιεριη
-
8 Пиерия
-
9 Πιερίαι
Πῑερίαι, Πιερίαfrom Pieria: fem nom /voc plΠῑερίᾱͅ, Πιερίαfrom Pieria: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 Πιερίας
Πῑερίᾱς, Πιερίαfrom Pieria: fem acc plΠῑερίᾱς, Πιερίαfrom Pieria: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 Πιερίη
Πῑερίη, Πιερίαfrom Pieria: fem nom /voc sg (epic ionic)——————Πῑερίῃ, Πιερίαfrom Pieria: fem dat sg (epic ionic) -
12 Pieria
Pīeria, ae, f. (Πιερία), I) eine Landschaft Mazedoniens an der Küste, südl. von Haliakmon bis zu den kambunischen Bergen, Liv. 39, 26, 1. Mela 2, 3, 2 (2. § 36). – Dav. Pīericus, a, um (Πιερικός), in-, aus Piëria (in Mazed.), piërisch, Plin. – II) eine Gegend Syriens, wovon Seleucia Pieria, s. Seleucēa.
-
13 Σελευκεια
ἥ Селевкия1) Σ. πρὸς Τίγρει или Σ. ἥ ἐν Βαβυλῶνι, город к югу от нын. Багдада Polyb.2) Σ. ἥ ἐν Πιερία, город в Сирии Polyb., Plut. -
14 Πιερίαν
Πῑερίᾱν, Πιερίαfrom Pieria: fem acc sg (attic doric aeolic) -
15 Πιερίην
Πῑερίην, Πιερίαfrom Pieria: fem acc sg (epic ionic) -
16 Πιερίης
Πῑερίης, Πιερίαfrom Pieria: fem gen sg (epic ionic) -
17 Pieria
Pīeria, ae, f. (Πιερία), I) eine Landschaft Mazedoniens an der Küste, südl. von Haliakmon bis zu den kambunischen Bergen, Liv. 39, 26, 1. Mela 2, 3, 2 (2. § 36). – Dav. Pīericus, a, um (Πιερικός), in-, aus Piëria (in Mazed.), piërisch, Plin. – II) eine Gegend Syriens, wovon Seleucia Pieria, s. Seleucia. -
18 σέβομαι
Aσεβήσομαι POxy.1381.202
(ii A.D.): [tense] aor. , Pl.Phdr. 254b, Porph.Plot.12:— feel awe or fear before God, feel shame, οὔ νυ σέβεσθε; Il.4.242, cf. Ar.Nu. 293;τιμῶν καὶ σεβόμενος Pl.Lg. 729c
; σεφθεῖσα awe-stricken, Id.Phdr. l.c.: rarely c. inf., dread or fear to do a thing,σ. προσιδέσθαι.., ἀντία φάσθαι A.Pers. 694
(lyr.);μιαίνειν τὸ θεῖον Pl.Ti. 69d
;σέβεται καὶ φοβεῖται.. τό τι κινεῖν τῶν καθεστώτων Id.Lg. 798b
: so c. acc. rei, to fear to do it, Antipho 2.4.12: c. part.,σ. προσορῶν Pl.Phdr. 250e
.2 after Hom., c. acc. pers., revere, worship,Κρονίδαν Pi.P.6.25
; , etc.; πάντων ἀνάκτων κοινοβωμίαν ib. 223; ; Λυκοῦργον σέβεσθαι worship him as a hero, Hdt.1.66, cf. 7.197;προσορῶν ὡς θεὸν σ. τινά Pl.Phdr. 251a
; do homage to Zeus, A.Pr. 937: generally, pay honour or respect to.., θνατοὺς ἄγαν σ. ib. 543 (lyr.); (lyr.), cf. Ph. 1163 (lyr.), etc.;σ. τινὰ τύχης μάκαρος E.IT 648
.b esp. of Jewish proselytes,σεβομένη τὸν θεόν Act.Ap.16.14
, cf.J.AJ14.7.2; σεβόμενοι προσήλυτοι, Ἕλληνες, Act.Ap.13.43, 17.4; σεβόμεναι γυναῖκες ib.13.50.3 of things,τὰ βυβλία σεβόμενοι μεγάλως Hdt.3.128
; ;ὦ Πιερία, σέβεταί σ' Εὔιος E.Ba. 566
(lyr.);τὸ σῶφρον αἰδούμενος ἅμα καὶ σ. Pl.Lg. 837c
.II [voice] Act. σέβω is post-Hom., used only in [tense] pres. and [tense] impf., worship, honour, mostly of the gods,σ. Δήμητρος πανήγυριν Archil.120
;πατρὸς Ὀλυμπίοιοτιμάν Pi.O.14.12
; ;Νύμφας Id.Eu.22
; ; τἀν Ἅιδου ib. 780;θεῶν θέσμια Id.Aj. 713
(lyr.), etc.; rare in Prose,νομίζεται θεοὺς σέβειν X.Mem.4.4.19
, cf. Ar.Nu. 600; but also of parents, S.OC 1377, cf. Ant. 511; of kings, Id.Aj. 667, etc.; of suppliants, A.Eu. 151 (lyr.);λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ Id.Ag. 925
;αἰχμὴν.. μᾶλλον θεοῦ σ. Id.Th. 530
;σ. ὀνείρων φάσματα Id.Ag. 274
;τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σ. S.Ant. 744
( εὖ σέβουσι is dub. cj. for εὐσεβοῦσι in A.Ag. 338, cf. E.Ph. 1320, Tr.85); σέβειν ἐν τιμῇ c. acc., A.Pers. 166, Pl.Lg. 647a: c. inf., ὑβρίζειν ἐν κακοῖσιν οὐ σέβω, i.e. τὸ ὑβρίζειν, I do not respect, approve it, A.Ag. 1612;τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες Id.Eu. 749
: rarely of a god,Ποσειδῶν.. τὰς ἐμὰς ἀρὰς σέβων E.Hipp. 896
:— σέβομαι as [voice] Pass., to be reverenced,ἡ δ' οἴκοι [πόλις] πλέον δίκῃ σέβοιτ' ἄν S.OC 760
; τὸ σεβόμενον reverence, Plu. 2.1101d.2 less freq. abs., to worship, to be religious,τὸν σέβοντ' εὐεργετεῖν A.Eu. 725
, cf. 897;οὐ γὰρ σέβεις S.Ant. 745
; ; but in all these places an object shd. perh. be supplied from the context. ( σέβομαι prob. orig. 'I shrink from.. ', of which σοβέω is the causal; perh. cogn. with Skt. tyajati 'desert, let go'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέβομαι
См. также в других словарях:
Πιερία — Τοπωνύμιο γεωγραφικών χωρών της αρχαίας Ελλάδας. 1. Χώρα της Μακεδονίας, ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Θερμαϊκό Κόλπο, από όπου, κατά την παράδοση, μια κοινότητα είχε μετοικήσει στο όρος Ελικών, στους προϊστορικούς χρόνους. Λέγεται μάλιστα πως η… … Dictionary of Greek
Πιερία — Πῑερίᾱ , Πιερία from Pieria fem nom/voc/acc dual Πῑερίᾱ , Πιερία from Pieria fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερίᾳ — Πῑερίαι , Πιερία from Pieria fem nom/voc pl Πῑερίᾱͅ , Πιερία from Pieria fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιερία — Sp Pierijà Ap Πιερία/Pieria L kk. ir nomas Š Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Πιέρια — Περιληπτική ονομασία των βουνών της Πιερίας στη Δυτική Μακεδονία, στα Β των Καμβουνίων και του Ολύμπου. Η κυριότερη οροσειρά είναι το Φλάμπουρο, γνωστό στην αρχαιότητα ως Πίερος, η ψηλότερη κορυφή του οποίου έχει ύψος 1.878 μ. Είναι κατάφυτα από… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… … Dictionary of Greek
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά … Dictionary of Greek
πιερικός — ή, όν, ΝΑ [πιερία] αυτός που αναφέρεται στην Πιερία ή προέρχεται από την Πιερία («πιερικῆς πίσσης», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
Pieria — (Syria) was a province of Roman Syria. Infobox Pref GR name = Pieria name local = Nomos Pierias flag reg = Flag of Greek Macedonia.svg periph = Central Macedonia capital = Katerini population = 134,739 population as of = 2005 pop rank = 26th pop… … Wikipedia