-
1 Λατώ
Λᾱτώ (Λατόος, Λατοῦς, Λατώ, Λατοῖ.) daughter of Koios, mother of Artemis and Apollo by Zeus. Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ Artemis O. 3.26 παῖς ὁ Λατοῦς Apollo O. 8.311χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.37
λιπαροπλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος (sc. Δᾶλε) fr. 33c. 2. Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθενόῳ Pae. 5.44
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; fr. 89a. 2. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. ἐντὶ μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες Θρ. 3. 1. -
2 Λατω
-
3 Λατώ
-
4 Λατώ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Λατώ
-
5 λάτω
λάτοςthe great Nile perch: masc nom /voc /acc dualλάτοςthe great Nile perch: masc gen sg (doric aeolic)λά̱τω, λάω 1pres imperat act 3rd sgλά̱τω, λάω 2seize: pres imperat act 3rd sg (doric)——————λάτοςthe great Nile perch: masc dat sg -
6 λάτῳ
Βλ. λ. λάτω -
7 Λατώ
Λᾱτώ, Λητώof: fem nom sg -
8 λιπαρο-πλόκαμος
λιπαρο-πλόκαμος, mit glänzenden Locken; κεφαλή, Il. 19, 126; Λατώ, Pind. frg. 58, 1, wobei man auch an Salben denken kann.
-
9 Λητω
(дочь титана Кея и Фебы, жена Зевса до Геры, мать Аполлона и Артемиды; ее эпитеты, у Hom.: ἐρικυδής «достославная», ἠΰκομος «прекраснокудрая», καλλίσφυρος «с изящными ступнями», καλλιπάρῃος «прекрасноланитная») Hom., Hes.
-
10 χρυσηλακατος
-
11 χρυσωπις
-
12 εκτιλάτω
ἐκτῑλάτω, ἐκτίλλωpluck out: aor imperat act 3rd sgἐκτιλά̱τω, ἐκτιλάωvoid: pres imperat act 3rd sg -
13 ἐκτιλάτω
ἐκτῑλάτω, ἐκτίλλωpluck out: aor imperat act 3rd sgἐκτιλά̱τω, ἐκτιλάωvoid: pres imperat act 3rd sg -
14 ψαλάτω
ψᾱλάτω, ψάλλωpluck: aor imperat act 3rd sg (doric) -
15 ἀείδω
ᾰείδω (ἀείδω, -ει; -ων; -ειν· impf. ᾰειδ(ε), ἄειδον: fut. med. pro act. ἀείσομαι, -εται codd.: aor. ἀεῖσαι: pass. ἀείδεται; -όμενον: impf. ᾰείδετο.)a sing abs. πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός (Pauw: ἀείδει Παλίῳ codd.) N. 5.22ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισι ἁρμόζων I. 7.39
χρύσεαι δἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες Pae. 8.71
b sing of, celebrate c. acc.ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.10
ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον O. 14.18
τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Hermann, Boeckh: ὁ σὸς ἀείσεται παῖ codd.: ἀείσεται, παῖ, ὁ σός Mommsen: locus non sanatus.) N. 4.90εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50
γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; fr. 89a. 3. pass.σε ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας ἀειδόμενον P. 5.24
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις ( Αἴγινα sc.) P. 8.25παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.8
fig. ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις was filled with the songs of O. 10.76 -
16 ἄρχω
ἄρχω (ἄρχει; ἄρχε; ἄρχειν: impf. ἆρχε: aor. ἄρξαι: med. ἄρχονται; ἀρχομένου, -μενοι, -μένοις, -μεναι: fut. ἄρξεται dub.: impf. ἄρχετο: aor. ἄρξατο.)1 act., rulea abs.ἇς Οἰνόμαος ἆρχε O. 10.51
b c. dat.ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν Παλίου P. 3.4
c c. gen. “βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναός” Jason P. 4.230 [Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (coni. Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.) P. 6.50]2 act. and med., begina abs.ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3
“ ἅμα πρώτοις ἄρξεται” (codd.: ῥάξεται coni. Wil.: loc. susp., cf. von der Mühll, M. H., 1964, 50f.) O. 8.45 καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury) Πα... τί κάλλιον ἀρχομένοις ἢ καταπαυομένοισιν ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; (v. l. - ομένοισιν) fr. 89a. 1.b c. acc.ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον N. 3.10
c c. gen. “ φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο” (v. l. ἄρχεται.) P. 4.30ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3
βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.53
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν (sc. Μοῖσαι) N. 5.25 [ ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχ-, Snell:? was a beginning for) fr. 140a. 67 (41). v. ἔρχομαι]d c. dat., begin withτὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
e begin, start upon ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις ἐς πλόον ἀρχομένοις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (v. l. ἐρχομένοις) P. 1.34f frag. ]ἀρχομ[ Πα. 7B. 8. -
17 βαθύζωνος
βᾰθύζωνος, -ον1 low waisted, with dress bound low σὺν βαθυζώνοιο διδύμοις παισὶ Λήδας (Pauw: - ζώνου codd.) O. 3.35σὺν βαθυζώνοισιν Χαρίτεσσι P. 9.2
βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας the Muses I. 6.74 βαθύζωνόν τε Λατώ fr. 89a. 2. -
18 γέννα
a lineage ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον, Ἡρακλέος εὐρυσθενεῖ γέννᾳ i. e. for the Argive colonists of Rhodes O. 7.23 “ ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν καταμιάναις εἰπὲ γένναν” P. 4.100b collectively, children ἔνθα τεκοῖσ (sc. Λατώ) εὐδαίμον' ἐπόψατο γένναν fr. 33 d. 10. -
19 ἐλάτειρα
ἐλᾰτειρα f. subs.,1 driver τὶ κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; i. e. Artemis fr. 89a. 3. -
20 ἤ
ἤ (once following vowel, I. 1.16 q. v.; once followed by ϝ, I. 1.16; once correpted by following vowel, O. 13.113; thrice not correpted, I. 7.8—10.)1 in alternative questions. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἢ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; O. 13.21 ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην ; ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; P. 11.39 repeated in enumeration, ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; ἢ ; ἢ ; ἢ ; ἢ ; ἢ ; ἢ —; I. 7.5—12. Ἰσμηνὸν ἢ χρυσαλάκατον Μελίαν ἢ ἢ ἢ ἢ ἢ ἢ ὑμνήσομεν; fr. 29. 1—5. πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός, ἢ καρποῦ φθίσιν ἢ ἢ ἢ ἢ ἢ ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Πα. 9. 14—20. v. also πότερον.2 indicating alternatives.aτοὺς μὲν ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας, ἢ γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα P. 3.52
χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72
δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες P. 4.256
εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον, ἢ μόχθον ἀμφέπει P. 4.267
Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων P. 6.2
πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν P. 9.99
χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις P. 10.23
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος I. 1.50
χερσὶ ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.10
Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35
ἀρχομένοις ἢ καταπαυομένοισιν fr. 89a. 1. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο *fr. 107a. 1.* [ ἢ στάσιν (v. l. ἱστᾶσιν) fr. 210.]b ἢ ἤ either — orἰατῆρα ἢ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος P. 3.67
ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ νυν ἢ Θρασυδᾴῳ (“ne pose pas une alternative, mais signifie, ‘aussi bien que,’” van Groningen, Comp. litt., 377̆{1}) P. 11.43—4. ἐθέλω/ ἢ Καστορείῳ Ἰολάοι ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (-είω̆ Snell: - είῷ vulgo) I. 1.16εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἢ περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως ἢ γυναικείῳ θράσει φορεῖται fr. 123. 7.c in enumeration. ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες ἢ πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι/ ἢ χερμάδι τηλεβόλῳ/ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι P. 3.48
—50.εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
dἢ ἤτοι. ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
3 in comparisons.a following comp. adj. κραιπνότεραι/ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.210
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν γενέσθ N. 7.21
ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; Pae. 9.6
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; fr. 89a. 2. γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (sc. κρέσσον γ]ὰρ, simm.) fr. 169. 17.εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον' ἢ̆ ὡς ἰδέμεν O. 13.113
b without comp. adj.ἐπεὶ τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα N. 10.58
4 τε ἢ; for conjectural exx., v. τε.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λατώ — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων της Κρήτης. 1. Λ. η προς Καμάραν. Πήρε την ονομασία της από μια θολωτή γέφυρα που ένωνε μία μικρή λίμνη με τη θάλασσα. Βρισκόταν στον σημερινό Άγιο Νικόλαο. 2. Λ. η ετέρα. Βρισκόταν στην τοποθεσία Γουλάς, κοντά στους… … Dictionary of Greek
Λατώ — Λᾱτώ , Λητώ of fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάτω — λάτος the great Nile perch masc nom/voc/acc dual λάτος the great Nile perch masc gen sg (doric aeolic) λά̱τω , λάω 1 pres imperat act 3rd sg λά̱τω , λάω 2 seize pres imperat act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάτῳ — λάτος the great Nile perch masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Άγιος Νικόλαος — I Ονομασία 37 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 10 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στα νότια της λίμνης Στυμφαλίας και στα βορειοδυτικά της επαρχίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλέας. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αγίου Νικολάου — Tο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου (Kωνσταντίνου Παλαιολόγου 74, Άγιος Νικόλαος Κρήτης) δημιουργήθηκε το 1970 για να στεγάσει τα πολυάριθμα νέα αρχαιολογικά ευρήματα από τις ανασκαφές της ανατολικής Kρήτης. Στις έξι αίθουσες του μουσείου και… … Dictionary of Greek
Leto — Lētṓ (Greek: polytonic|Λητώ , Λατώ , Lato in Dorian Greek, etymology and meaning disputed), in Greek mythology, is a daughter of the Titans Coeus and Phoebe: [Hesiod, Theogony 403.] Kos claimed her birthplace. [Herodotus 2.98; Diodorus… … Wikipedia
Lato — (Ancient Greek: polytonic|Λατώ [Stephanus of Byzantium, Ethnikon, s.v. Kamara] ) was an ancient city of Crete, the ruins of which are located approximately 3 km from the small town of Kritsa. The city was built in a defensible position… … Wikipedia
Lato — Eingang in die Siedlung Überblick über den südlichen Bereich … Deutsch Wikipedia
Лато — Координаты: 35°10′40″ с. ш. 25°39′13″ в. д. / 35.177778° с. ш. 25.653611° в. д. … Википедия