-
1 βλαστος
ὅ1) росток, отпрыск, побег Her., Arst., Plut.2) зародыш Arst.3) отпрыск, дитя Soph.4) произрастание(τῶν φυτῶν Plut.)
ὅ τοῦ βλαστοῦ καιρός Diod. — пора прозябания, т.е. весна -
2 Βλάστος
{собств., 1}Власт (побег, росток).Служащий во дворце (постельник) царя Ирода Агриппы I (Деян. 12:20).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Βλάστος
-
3 Βλάστος
{собств., 1}Власт (побег, росток).Служащий во дворце (постельник) царя Ирода Агриппы I (Деян. 12:20).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Βλάστος
-
4 βλαστός
ο1) росток, побег; отросток; 2) потомок, отпрыск -
5 Βλάστος
Власт (придворный постельник Ирода Агриппы I).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Βλάστος
-
6 ανατρεχω
(fut. ἀναδραμοῦμαι - в Anth. ἀναδράμομαι)1) бежать наверх, взбегать, бегом взбираться(πρός τι Thuc., Plut., κατά τι Xen. и εἴς τι Arst.)
2) быстро подниматься, вскакивать(ἐκ τῆς κοίτης Her.; ἀπὸ θαλάσσης ἀνέδραμε νέφη Plut.)
3) выскакивать4) (pf.-praes.) подниматься, выситься(ἀναδέδρομε πέτρη Hom.)
5) вырастать(σῖτος ἀνατρέχει Arst.)
βλαστὸς ἐκ τοῦ στελέχεος ἀναδεδραμηκώς Her. — побег, выросший из ствола;ἀναδραμεῖν εἰς τὸ πρῶτον ἀξίωμα Plut. — достигнуть высших почестей6) отбегать назад, поспешно отступатьἀνέδραμε, μίκτο δ΄ ὁμίλῳ Hom. — он отступил и смешался с толпой;
ἀνατρεχούσης εἰς αὑτέν θαλάττης Plut. — во время морского отлива7) возвращаться(ἐπί τι Polyb. и εἴς τι Polyb., Diod.)
εἰς τέν αὑτοῦ φύσιν ἀναδραμεῖν Plut. — вернуться к своим старым привычкам8) пробегать, перен. рассказыватьἀ. τοῖς χρόνοις Polyb. — говорить о прошлом;
ὕμνῳ ἀ. τι Pind. — воспевать что-л.9) исправлять, заглаживать(τέν ἐλάττωσιν Plut., Luc.)
ἀ. ἐπειρῶντο κατὰ δύναμιν Polyb. — они всячески старались загладить свою вину -
7 δεντρικός
η, ό древесный;βλαστός — росток дерева -
8 986
{собств., 1}Власт (побег, росток).Служащий во дворце (постельник) царя Ирода Агриппы I (Деян. 12:20).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 986
См. также в других словарях:
βλαστός — shoot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… … Dictionary of Greek
βλαστός — ο 1. το τμήμα του φυτού που ανήκει στον άξονά του, βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της γης και φέρει τα κλαδιά και τα φύλλα: Σε λίγες μέρες οι αμυγδαλιές θα βγάλουν βλαστούς. 2. το βλαστάρι. 3. μτφ., το παιδί, ο απόγονος: Είναι βλαστός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βλαστός, Νικόλαος — (15ος αι.). Εκδότης, τυπογράφος και καλλιγράφος από το Ρέθυμνο, πρωτοπόρος της ελληνικής τυπογραφίας. Ο Β. πήγε στη Βενετία όπου, μεταξύ 1480 και 1500, εργάστηκε ως καλλιγράφος συνεταιρικά με τον λόγιο συμπατριώτη του Ζαχαρία Καλλέργη, με τον… … Dictionary of Greek
κλαδώδιο ή φυλλοκλάδιο — Βλαστός με τη μορφή φύλλου, δηλαδή πράσινος, διαπλατυσμένος και συχνά ωοειδής ή επιμήκης. Τα κ. φέρονται από φυτά που δεν έχουν πραγματικά φύλλα και επιτελούν τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης λόγω της χλωροφύλλης που περιέχουν. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
βλαστοί — βλαστός shoot masc nom/voc pl βλαστόω pres subj mp 2nd sg βλαστόω pres ind mp 2nd sg βλαστόω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστούς — βλαστός shoot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστέ — βλαστός shoot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
ιερόβλαστος — ἱερόβλαστος, ον (Μ) (για τη ράβδο τού Ααρών) αυτή που βλάστησε από ιερή ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + βλαστός (< βλαστός), πρβλ. αρτί βλαστος, οψί βλαστος] … Dictionary of Greek