-
1 βλαστός
βλαστός, οῦ, ὁ (s. βλαστάνω 2; Hdt. et al.; pap, LXX; TestJud 24:4; Philo, Op. M. 41; Ar.; Just., D. 86, 4) bud, sprout of a vine (Strabo 7, 5, 8) βλαστὸς γίνεται it begins to bud 1 Cl 23:4=2 Cl 11:3. Of the edible shoots (or fruits) of a shrub B 7:8. -
2 βλαστός
βλαστόςshoot: masc nom sg -
3 βλαστός
βλαστός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλαστός
-
4 Βλάστος
Βλάστος, ου, ὁ Blastus (common name: IG XII, 4, 274; 5, 1016; IG III, 3052, 1; 3053, 1; CIL VIII, 5549f; IX 4547; 5880 al.; BGU 37, 3 [51 A.D.]), chamberlain of Herod Agrippa I Ac 12:20.—M-M. -
5 βλαστός
-οῦ + ὁ N 2 4-2-3-2-1=12 Gn 40,10; 49,9; Ex 38,15(37,17); Nm 17,23; 1 Kgs 7,12(26)Cf.HARL 1986a, 308 (Gn 49,9); LE BOULLUEC 1989 365(Ex 38,15); WALTERS 1973 51.286 (Nm 17,23) -
6 βλαστός
1) offshoot2) shootΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βλαστός
-
7 βλαστοί
βλαστόςshoot: masc nom /voc plβλαστόωpres subj mp 2nd sgβλαστόωpres ind mp 2nd sgβλαστόωpres subj act 3rd sg -
8 βλαστούς
βλαστόςshoot: masc acc pl -
9 βλαστέ
βλαστόςshoot: masc voc sg -
10 βλαστώ
βλαστάωbring forth: pres imperat mp 2nd sgβλαστάωbring forth: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)βλαστάωbring forth: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)βλαστάωbring forth: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)βλαστάωbring forth: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)βλαστάωbring forth: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)βλαστόνneut gen sg (doric aeolic)βλαστόςshoot: masc gen sg (doric aeolic)βλαστόωpres subj act 1st sgβλαστόωpres ind act 1st sg——————βλαστάωbring forth: pres opt act 3rd sgβλαστόνneut dat sgβλαστόςshoot: masc dat sg -
11 βλαστοίς
βλαστάωbring forth: pres opt act 2nd sg (attic epic doric ionic)βλαστόνneut dat plβλαστόςshoot: masc dat plβλαστόωpres opt act 2nd sgβλαστόωpres subj act 2nd sgβλαστόωpres ind act 2nd sg -
12 βλαστοῖς
βλαστάωbring forth: pres opt act 2nd sg (attic epic doric ionic)βλαστόνneut dat plβλαστόςshoot: masc dat plβλαστόωpres opt act 2nd sgβλαστόωpres subj act 2nd sgβλαστόωpres ind act 2nd sg -
13 βλαστού
βλαστάνωbud: aor imperat mid 2nd sg (attic)βλαστάωbring forth: pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)βλαστόνneut gen sgβλαστόςshoot: masc gen sgβλαστόωpres imperat mp 2nd sgβλαστόωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
14 βλαστοῦ
βλαστάνωbud: aor imperat mid 2nd sg (attic)βλαστάωbring forth: pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)βλαστόνneut gen sgβλαστόςshoot: masc gen sgβλαστόωpres imperat mp 2nd sgβλαστόωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
15 βλαστώι
βλαστῷ, βλαστάωbring forth: pres opt act 3rd sgβλαστῷ, βλαστόνneut dat sgβλαστῷ, βλαστόςshoot: masc dat sg -
16 βλαστῶι
βλαστῷ, βλαστάωbring forth: pres opt act 3rd sgβλαστῷ, βλαστόνneut dat sgβλαστῷ, βλαστόςshoot: masc dat sg -
17 βλαστών
βλάστηgrowth: fem gen plβλαστάωbring forth: pres part act masc voc sgβλαστάωbring forth: pres part act neut nom /voc /acc sgβλαστάωbring forth: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)βλαστάωbring forth: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)βλαστόνneut gen plβλαστόςshoot: masc gen plβλαστόωpres part act masc voc sg (doric aeolic)βλαστόωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)βλαστόωpres part act masc nom sgβλαστόωpres inf act (doric) -
18 βλαστῶν
βλάστηgrowth: fem gen plβλαστάωbring forth: pres part act masc voc sgβλαστάωbring forth: pres part act neut nom /voc /acc sgβλαστάωbring forth: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)βλαστάωbring forth: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)βλαστόνneut gen plβλαστόςshoot: masc gen plβλαστόωpres part act masc voc sg (doric aeolic)βλαστόωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)βλαστόωpres part act masc nom sgβλαστόωpres inf act (doric) -
19 βλαστόν
βλαστάνωbud: aor part act masc voc sgβλαστάνωbud: aor part act neut nom /voc /acc sgβλαστόνneut nom /voc /acc sgβλαστόςshoot: masc acc sg -
20 βλαστάνω
βλαστάνω, S.OC 611, etc. (later [full] βλαστέω, Thphr.CP2.17.4(interpol. in A. Ch. 589, corrupt in [voice] Pass.A- ουμένη S.Fr.255.7
)); [dialect] Ion. [tense] impf. βλαστάνεσκε (v.l. βλάστεσκεν) Id.Fr. 546: [tense] fut.βλαστήσω Thphr.HP 2.7.2
,βλαστήσομαι Alex.
Trall.12: [tense] aor. 2 , etc.: [tense] aor. 1ἐβλάστησα Emp.21.10
, Hp.Nat.Puer.26, etc. (not in [dialect] Att.): [tense] pf.βεβλάστηκα Id.Oss.12
, Hellanic. 1 (b) J., Plu.2.684c; (lyr.), Eup.329: [tense] plpf.ἐβεβλαστήκει Th.3.26
:—bud, sprout, grow, prop. of plants, A. Th. 594, S.OC 697 (lyr.), Th.l.c., Ar.Nu. 1124, etc.; ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν; S.Fr. 341;εἰς ἴα σου.., καὶ ἐς κρίνα βλαστήσειεν ὀστέα IG14.607
([place name] Carales).2 metaph.in Poets, shoot forth, come to light, βλάστε νᾶσος ἐξ ἁλός, of Rhodes, Pi.O.7.69; of children, to be born, Id.N.8.7; ἀνθρώπου φύσιν βλαστών born in man's nature, S.Aj. 761, cf. OT 1376, El. 440;ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε Id.Ant. 296
;β. δ' ἀπιστία Id.OC 611
;μέγιστ' ἔβλαστε νόμιμα Id.El. 1095
(lyr.); not common in Prose, Th. l.c., Pl.R. 498b, Phdr. 251b, Iamb.Myst.3.28.II causal, make to grow, produce, propagate, in [tense] pres., Hp.Alim.54: metaph., β. χάριτες εὔνοιαν Aristeas 230: mostly [tense] aor.1ἐβλάστησα A.R.1.1131
;θεὸς.. ἄμπελον ἐβλάστησεν Nonn.D.36.356
, cf. LXX Ge.1.11, Nu.17.8:—[voice] Pass.,βλαστηθείς Ph.1.667
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλαστάνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βλαστός — shoot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… … Dictionary of Greek
βλαστός — ο 1. το τμήμα του φυτού που ανήκει στον άξονά του, βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της γης και φέρει τα κλαδιά και τα φύλλα: Σε λίγες μέρες οι αμυγδαλιές θα βγάλουν βλαστούς. 2. το βλαστάρι. 3. μτφ., το παιδί, ο απόγονος: Είναι βλαστός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βλαστός, Νικόλαος — (15ος αι.). Εκδότης, τυπογράφος και καλλιγράφος από το Ρέθυμνο, πρωτοπόρος της ελληνικής τυπογραφίας. Ο Β. πήγε στη Βενετία όπου, μεταξύ 1480 και 1500, εργάστηκε ως καλλιγράφος συνεταιρικά με τον λόγιο συμπατριώτη του Ζαχαρία Καλλέργη, με τον… … Dictionary of Greek
κλαδώδιο ή φυλλοκλάδιο — Βλαστός με τη μορφή φύλλου, δηλαδή πράσινος, διαπλατυσμένος και συχνά ωοειδής ή επιμήκης. Τα κ. φέρονται από φυτά που δεν έχουν πραγματικά φύλλα και επιτελούν τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης λόγω της χλωροφύλλης που περιέχουν. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
βλαστοί — βλαστός shoot masc nom/voc pl βλαστόω pres subj mp 2nd sg βλαστόω pres ind mp 2nd sg βλαστόω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστούς — βλαστός shoot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστέ — βλαστός shoot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
ιερόβλαστος — ἱερόβλαστος, ον (Μ) (για τη ράβδο τού Ααρών) αυτή που βλάστησε από ιερή ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + βλαστός (< βλαστός), πρβλ. αρτί βλαστος, οψί βλαστος] … Dictionary of Greek