-
1 ανατρεχω
(fut. ἀναδραμοῦμαι - в Anth. ἀναδράμομαι)1) бежать наверх, взбегать, бегом взбираться(πρός τι Thuc., Plut., κατά τι Xen. и εἴς τι Arst.)
2) быстро подниматься, вскакивать(ἐκ τῆς κοίτης Her.; ἀπὸ θαλάσσης ἀνέδραμε νέφη Plut.)
3) выскакивать4) (pf.-praes.) подниматься, выситься(ἀναδέδρομε πέτρη Hom.)
5) вырастать(σῖτος ἀνατρέχει Arst.)
βλαστὸς ἐκ τοῦ στελέχεος ἀναδεδραμηκώς Her. — побег, выросший из ствола;ἀναδραμεῖν εἰς τὸ πρῶτον ἀξίωμα Plut. — достигнуть высших почестей6) отбегать назад, поспешно отступатьἀνέδραμε, μίκτο δ΄ ὁμίλῳ Hom. — он отступил и смешался с толпой;
ἀνατρεχούσης εἰς αὑτέν θαλάττης Plut. — во время морского отлива7) возвращаться(ἐπί τι Polyb. и εἴς τι Polyb., Diod.)
εἰς τέν αὑτοῦ φύσιν ἀναδραμεῖν Plut. — вернуться к своим старым привычкам8) пробегать, перен. рассказыватьἀ. τοῖς χρόνοις Polyb. — говорить о прошлом;
ὕμνῳ ἀ. τι Pind. — воспевать что-л.9) исправлять, заглаживать(τέν ἐλάττωσιν Plut., Luc.)
ἀ. ἐπειρῶντο κατὰ δύναμιν Polyb. — они всячески старались загладить свою вину -
2 ανατρέχω
(αόρ. ανέτρεξα и ανέδραμον) μετ.1) двигаться вверх, подниматься;ανατρέχω τον ποταμόν — подниматься вверх по реке;
2) перен. возвращаться (к прошлому);ανατρέχω στο παρελθόν — совершать экскурс в прошлое;
ανατρέχω στην ιστορία τού ζητήματος — вернуться к истории вопроса;
3) перен. прибегать (к чему-л.) -
3 ανατρέχω
[анатрэхо] р. прибегать (к помощи), восходить (к началу),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανατρέχω
-
4 ανατρέχω
[анатрэхо] ρ прибегать (к помощи), восходить (к началу). -
5 αναδεδρομα
-
6 αναδραμειν
-
7 ανεδραμον
-
8 αναδραμουμαι
Anth. fut. к άνατρέχω -
9 επανατρεχω
-
10 προσανατρεχω
(fut. προσαναδραμοῦμαι, aor. 2 προσανέδραμον)1) подниматься бегом, взбегать(εἴς τι Diod.)
2) быстро достигатьπ. οὐσίαις Diod. — быстро (раз)богатеть
3) ( в повествовании) восходить, возвращатьсяπ. τοῖς χρόνοις Polyb. — восходить к (более) ранним эпохам
-
11 συνανατρεχω
См. также в других словарях:
ἀνατρέχω — run back pres subj act 1st sg ἀνατρέχω run back pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατρέχω — ανατρέχω, ανέτρεξα και ανάτρεξα βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανατρέχω — (AM ἀνατρέχω) 1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω 2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ νεοελλ. καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι 2. ανιχνεύω, αναζητώ 3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι 4. βλαστάνω, μεγαλώνω 5. εκτείνομαι,… … Dictionary of Greek
ανατρέχω — ανάτρεξα και ανάδραμα 1. τρέχω ή απλώς κινούμαι προς τα πίσω ή προς τα πάνω: Μου ανάδραμε το φαγητό που έφαγα. 2. γυρίζω σε ειπωμένα ή γνωστά, προσφεύγω για αναζήτηση: Αναγκάστηκα να ανατρέξω σ όλα τα σχετικά συγγράμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνατρέχετε — ἀνατρέχω run back pres imperat act 2nd pl ἀνατρέχω run back pres ind act 2nd pl ἀνατρέχω run back imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρέχῃ — ἀνατρέχω run back pres subj mp 2nd sg ἀνατρέχω run back pres ind mp 2nd sg ἀνατρέχω run back pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεδραμηκότα — ἀνατρέχω run back perf part act neut nom/voc/acc pl ἀνατρέχω run back perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεδράμηκε — ἀνατρέχω run back perf imperat act 2nd sg ἀνατρέχω run back perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεδράμηκεν — ἀνατρέχω run back perf ind act 3rd sg ἀνατρέχω run back plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδραμόν — ἀνατρέχω run back aor part act masc voc sg ἀνατρέχω run back aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδραμόντα — ἀνατρέχω run back aor part act neut nom/voc/acc pl ἀνατρέχω run back aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)