-
1 εξανεμοω
1) наполнять ветром, надуватьἐξηνεμώθην μωρίᾳ Eur. — я обезумел
2) превращать в ничто, расстраивать(Ἑλένης λέχη Ἀλεξάνδρῳ Eur.)
3) pass. приходить в возбужденное состояние(αἱ ἵπποι ἐξανεμοῦνται Arst.)
4) быть неспособным к деторождению(οὐ κυΐσκονται - sc. αἱ γυναῖκες - διὸ καὴ καλεῖται ἐξανεμοῦσθαι Arst.)
-
2 θεραπνη
дор. θεράπνα ἥ1) служанка, прислужница (sc. Ἀπόλλωνος HH.)2) местопребывание, жилище, обиталище(Ἑλένης Eur.)
Πηλιάδες θεράπναι Eur. — долины Пелиона -
3 καλλιστευμα
-
4 κατοιδα
1) (хорошо) знать(ἄστρων νυκτέρων ὁμήγυριν Aesch.; Ἑλένης θυγατέρα, τὸ Γοργοῦς κάρα Eur.)
πῶς γὰρ κάτοιδ΄, ὅν γ΄ εἶδον οὐδεπώποτε ; Soph. — как же мне знать (того), кого я никогда не видел?;οὐ κατειδώς Eur. — (сам того) не ведая2) уметь(τίς οὗτος; ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; Soph.)
3) понимать(οὑ κάτοιο΄ ὅπως λέγεις Soph.; οὐ κάτοιδ΄ ὅτῳ τρόπῳ Eur.)
-
5 κομιδη
I.дор. κομῐδά ἥ1) забота, уходκομιδῆς κεχρημένος Hom. — получающий заботливый уход2) питание, продовольственные запасы(κατὰ νῆα Hom.)
3) снабжение, доставка, подвоз(τῶν ἐπιτηδείων περὴ τέν Πελοπόννησον Thuc.; τῶν ἐλλειπόντων Isocr.)
4) уборка, сбор(καρπῶν Xen., Arst.; σίτου Polyb.)
5) возвращение (обратный привоз) домой или на родину(Ἑλένης Her.; τῶν λειψάνων Plut.)
6) обратное получение7) возвращение домой(βουλῆς ἀγαθῆς δεῖ, ὅκως ἀσφαλέως ἥ κ. ἡμῖν ἔσται τὸ ὀπίσω Her.)
8) поездка, путешествие(ποιεῖσθαι κομιδήν τινα Her.)
II.реже κομῐδῆ adv. [dat. к κομιδή См. κομιδη]1) совершенно, вполнеκ. ἀτέχνως Plat. — без всякого размышления;
κ. ἕτερος Plat. — совершенно другой;κ. μεθύειν Plat. — быть совершенно пьяным2) ( в ответах) вот именно, совершенно верно, конечно(καὴ ἀνθρώπων λέγομεν τὰ τριττὰ γένη εἶναι …; κ. γε Plat.)
-
6 μιμημα
1) изображение(κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Plat.)
2) подобие, сходство(μ. ἔχειν Ἑλένης Eur.)
δαλοῦ μ. Eur. — подобие факела -
7 μνημα
дор. μνᾶμα - ατος τό1) память, воспоминание(λυγρᾶς μνήματα Τροίας Soph.)
τοῦτο δίδωμι μ. Ἑλένης χειρῶν Hom. — даю это тебе на память о рукоделье Елены2) свидетельствоμ. ἐπίσημον διὰ χειρὸς ἔχων Soph. — держа в руках ясное доказательство (своей вины) (о Креонте, появляющемся с телом сына)
3) надгробный памятник(μ. τάφου Hom.; τὰ μνήματα καὴ τάφοι Plat.)
4) гроб(μ., κέδρου τεχνάσματα Eur.)
5) тж. pl. могила(ἐν τοῖς μνήμασι κεῖσθαι Dem.)
6) священный памятникΠαυσανίας Φοίβῳ μ. ἀνέθηκε τόδε Thuc. — Павсаний воздвиг этот памятник в честь Феба
-
8 μνηστηρ
Iдор. μναστήρ - ῆρος adj. помнящий, не забывающий(ἀγώνων, πολέμου Pind.)
IIдор. μναστήρ - ῆρος ὅ искатель руки, претендент на руку(παιδὸς ἐμῆς Her.; Ἑλένης Thuc.)
μ. γάμων Aesch. — стремящийся сочетаться браком -
9 ξυμπρασσω
атт. συμπράττω, ион. συμπρήσσω1) содействовать, помогатьσ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὴ περί τινος Xen. и τινὴ ὑπέρ τινος Polyb. — помогать кому-л. в чем-л.;
σ. εἰρήνην Xen. — содействовать заключению мира;μέ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. — без посторонней помощи2) действовать вместе, сотрудничать(τινί Xen.)
οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. — члены союза, союзники;σ. (v. l. συμπάσχειν) κακῶς σύν τινι Eur. — разделять чьи-л. страдания3) med. совместно мстить, помогать отмщению -
10 ορμημα
- ατος τό1) побуждение, стимул(ὅ. τῷ λογισμῷ προστιθέναι Plut.)
2) стремительность, сила3) стремление, порыв, томление -
11 πολυπονος
-
12 συμπρασσω
атт. συμπράττω, ион. συμπρήσσω1) содействовать, помогатьσ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὴ περί τινος Xen. и τινὴ ὑπέρ τινος Polyb. — помогать кому-л. в чем-л.;
σ. εἰρήνην Xen. — содействовать заключению мира;μέ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. — без посторонней помощи2) действовать вместе, сотрудничать(τινί Xen.)
οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. — члены союза, союзники;σ. (v. l. συμπάσχειν) κακῶς σύν τινι Eur. — разделять чьи-л. страдания3) med. совместно мстить, помогать отмщению -
13 φιλανδρια
ἥ1) любовь к мужчинам, мужелюбие (sc. Ἑλένης Eur.)2) любовь к своему мужу (sc. τῆς Ἀλκυόνος Luc.) -
14 φυλον
τό1) фила, род, племяφ. Ἑλένης Hom. — род Елены;φῦλα Πελασγῶν Hom. — племена пеласгов, пеласги;βροτῶν φῦλα Aesch. — человеческие племена, народы2) воен. (= φυλή См. φυλη 2) отряд, корпус3) род, вид, разрядτὸ τοιοῦτο φ. τῶν ἡδονῶν Luc. — вся эта категория удовольствий4) группа, собрание, сонм(θεῶν, ἀνθρώπων, γυναικῶν Hom.)
τὸ ἄλλο φ. Eur. — остальной народ, остальные
См. также в других словарях:
Ἑλένης — Ἑλένη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλένης — ἑλένη torch of reeds fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στην πόλη της Καλαμάτας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσσηνίας, Μεθώνης, Κορώνης και Ανδρούσης. Ιδρύθηκε στα τέλη του 18ου αι. από τον ιερομόναχο Γεράσιμο Παπαδόπουλο. Το καθολικό της χτίστηκε το 1825. Διαθέτει εργαστήριο… … Dictionary of Greek
Λουτρά Ωραίας Ελένης — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 915 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 12 χλμ. ΝΑ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρωνικού … Dictionary of Greek
Sophocle — Buste de Sophocle Nom de naissance Σοφοκλῆς / Sophoklễs Activités … Wikipédia en Français
αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο … Dictionary of Greek
ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο Γλυπτών και Ομοιωμάτων Λουκίας Γεωργαντή — Ιδρύθηκε το 1992 και έχει αναγνωριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού. Στεγάζεται στο σπίτι και εργαστήριο της γλύπτριας και ζωγράφου (Αναπαύσεως 20 & Τομολέοντος 2, Μετς, Αθήνα) και περιλαμβάνει έργα της ίδιας και των δύο γονέων της, γλυπτών επίσης … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek
Loutro Elenis — (Greek: Λουτρο Ελένης, also: Λουτρά Ωραίας Ελένης), also Loutra Elenis (lit. the Baths of Belle Helene) is a place located in Corinthia about 6 km SE of Corinth. It is part of the municipality of Saronikos. It is connected by a highway linking… … Wikipedia