-
1 πτηνῶν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πτηνῶν
-
2 αγελη
дор. ἀγέλᾱ (ᾰγ) ἥ(πτηνῶν Soph., Eur.)
ἀγέλης φύλακες Plat. — пастухи;2) толпа, масса(παρθένων Pind.; ἀυδρῶν Plat.; πόνων Eur.)
3) ( в Спарте) отряд, группаπάντας ἑπταετεῖς γενομένους εἰς ἀγέλας κατελόχιζε Plut. — всех (мальчиков), достигших 7-летнего возраста, (Ликург) разделил на отряды
-
3 κοιτη
дор. κοίτα ἥ тж. pl.1) ложе, постель Hom., Trag., Plat.πετρίνη κ. Soph. — каменное ложе (Филоктета);
ἐν πέδῳ κοίτας ἔχειν Eur. (досл. — иметь ложе в поле) спать под открытым небом2) (тж. κ. γαμήλιος Aesch., κοῖται λέκτρων и κ. λεχέων Eur.) брачное ложе NT.3) ночной сон, покойὥρη τῆς κοίτης Her. — время идти ко сну;
τέν σκηνέν εἰς κοίτην διαλύειν Xen. — разойтись и отправиться спать;πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις Aesch. — море в часы полуденного покоя4) гнездо (sc. τῶν πτηνῶν Eur.; sc. τῆς ἀράχνης Arst.)5) ларец; ящик или корзина6) pl. распутство -
4 παταγεω
1) стучать, грохотать, шуметьπαταγεῦσα ἅλς Anth. — ревущее море;
π. ἅτε πτηνῶν ἀγελαι Soph. — шуметь словно птичьи стаи2) заставлять звучатьτύμπανα π. Luc. — бить в бубны;
ἥ βροντέ ἐπαταγεῖτο Luc. — гром гремел -
5 πτηνος
-
6 φυλον
τό1) фила, род, племяφ. Ἑλένης Hom. — род Елены;φῦλα Πελασγῶν Hom. — племена пеласгов, пеласги;βροτῶν φῦλα Aesch. — человеческие племена, народы2) воен. (= φυλή См. φυλη 2) отряд, корпус3) род, вид, разрядτὸ τοιοῦτο φ. τῶν ἡδονῶν Luc. — вся эта категория удовольствий4) группа, собрание, сонм(θεῶν, ἀνθρώπων, γυναικῶν Hom.)
τὸ ἄλλο φ. Eur. — остальной народ, остальные
См. также в других словарях:
πτηνῶν — πτηνός able to fly fem gen pl πτηνός able to fly masc/neut gen pl πτηνός able to fly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερκοράριος — Όνομα πτηνών της οικογένειας των Στερκοραριδών, της τάξης των χαραδριόμορφων και εντόμων της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Οι Στερκοραρίδες ή Κοπροδίαιτοι, ονομάζονται έτσι γιατί κατά το παρελθόν πιστευόταν ότι τρέφονταν από τ απορρίμματα άλλων… … Dictionary of Greek
κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… … Dictionary of Greek
ορνεοθηρευτικός — ὀρνεοθηρευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών 2. έμπειρος στο κυνήγι πτηνών 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνεοθηρευτική η τέχνη τού κυνηγιού τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θηρευτικός] … Dictionary of Greek
πτηνοτροφία — Εκτροφή πουλερικών, για παραγωγή αβγών ή κρέατος, καθώς και για την επίτευξη βελτιωμένων αναπαραγωγικών φυλών. Η π., που κατά μεγάλο μέρος πραγματοποιείται σήμερα με εμπειρικές μεθόδους, εδώ και μερικές δεκαετίες αναπτύχθηκε σημαντικά σε διάφορες … Dictionary of Greek
σόρβο — Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10 15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε… … Dictionary of Greek
υδροβατίδες — (Hydrobatidae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ρινοτρυπόμορφων. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν 23 είδη θαλάσσιων αποκλειστικά πτηνών, τα οποία απαντούν σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου. Τρέφονται από οργανισμούς που επιπλέουν στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek
χαραδριός — (charadrius). Γένος πτηνών της οικογένειας των χαραδριιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Απαντούν συχνότερα στις ακτές της νότιας Ευρώπης την εποχή των μεταναστεύσεων. Κατά την άμπωτη, όταν δηλαδή χαμηλώνει η θάλασσα, οι χ. Τρέφονται με μικρά… … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… … Dictionary of Greek
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek