Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κάτοιδα

См. также в других словарях:

  • κάτοιδα — (Α) 1. γνωρίζω κάτι καλά («ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων όμήγυριν», Αισχύλ.) 2. γνωρίζω κάποιον εξ όψεως, αναγνωρίζω («τὸ Γοργοῡς δ οὐ κάτοιδ ἐγὼ κάρα», Ευρ.) 3. φρ. «οὐ κατειδώς» ασυνείδητα, ακούσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἶδα «γνωρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κάτοιδα — know well perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοιδ' — κάτοιδα , κάτοιδα know well perf ind act 1st sg κάτοιδε , κάτοιδα know well perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειδότα — κάτοιδα know well perf part act neut nom/voc/acc pl κάτοιδα know well perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατῄδη — κάτοιδα know well plup ind act 1st sg κάτοιδα know well plup ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειδυῖαν — κάτοιδα know well perf part act fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειδέναι — κάτοιδα know well perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειδότας — κάτοιδα know well perf part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειδότος — κάτοιδα know well perf part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειδότων — κάτοιδα know well perf part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειδώς — κάτοιδα know well perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»