-
1 ἔργων
делдела деламΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔργων
-
2 αθλητης
-
3 αγνεια
ἥ1) чистота, непорочность(λόγων ἔργων τε Soph.; ἱερῶν Plat.)
2) очистительный обряд, очищение Isocr., Plut. -
4 ακροατης
-
5 αληθεια
эп.-ион. ἀληθείη и ἀληθηΐη, дор. ἀλάθεια и ἀλάθεα (ᾰλᾱ) ἥ1) правда, истина Hom., Trag., Plat.ἀ. τινος Hom. — правда о ком(чем)-л.;
τῇ ἀληθείῃ χρᾶσθαι Her. и ταῖς ἀληθείαις χρῆσθαι Isocr. — рассказывать (всю) правду;ἀλήθειαν ἔχειν Arst. — быть истинным, верным;(τῇ) ἀληθείᾳ Thuc., Plat., Plut., ταῖς ἀληθείαις Sext., ἐπ΄ и μετ΄ ἀληθείας Dem., ξὺν и ἐπ΄ ἀληθεία Aesch., κατὰ (τέν) ἀλήθειαν Isocr., Arst. и πρὸς (τέν) ἀλήθειαν Polyb., Diod. — поистине, в самом деле, в действительности2) действительность, подлинность(ἔργων Thuc.)
τῷ μὲν λόγῳ …, τῇ δ΄ ἀληθείᾳ Isocr. — на словах …, на деле же …3) истинность, верность(τοῦ μαντηΐου Her.)
ἥ ἀ. τῶν λόγων καὴ τοῦ ἐνυπνίου Her. — истинность слов и (сбывшегося) сновидения4) правдивость, прямота, искренность(φρενῶν Aesch.)
5) «истина» (сапфировое украшение, которое, как символ истинности их учения, носили верховные жрецы в Египте) Diod. -
6 αλκη
дор. ἀλκά ἥ1) мужество, храбрость, отвага Her., Plat., Arst.2) сила, могущество, мощь(μένος καὴ ἀ. Hom.; χερός Pind.; βελέων Soph.; τῶν ἔργων Thuc.)
3) защита, оплот, помощь, спасение(ἀλκήν τινα εὑρεῖν κακῶν Eur.)
οὐδέ τις ἐστ΄ ἀ. Hom. — спасения здесь нет;ποῦ τίς ἀ. ; Aesch. — откуда (придет) помощь?4) схватка, бой, битваπρὸς и ἐς ἀλκέν τρέπεσθαι Her., Thuc., Plut., Diod. — браться за оружие, вступать в бой;
ἐς ἀλκέν ελθεῖν περί τινος Eur. — вступить в борьбу за что-л.5) вооруженные силы, войско(ἀ. μυρία Eur.)
ἥ κατὰ θάλασσαν ἀ. Plut. — военно-морские силы, флот -
7 αναβαινω
поэт. тж. ἀμβαίνω1) всходить, подниматься или влезатьἀ. ἐπὴ τὸν ἵππον или ἐφ΄ ἵππον Xen. — садиться на коня;2) подниматься, вздыматьсяἢν ἐπ΄ ἑκκαίδεκα πήχεας ἀναβῇ ὅ ποταμός Her. — если уровень реки поднимается на 16 пехиев;
ἀναβαινόντων τῶν ἔργων Plut. — когда воздвигались строения3) всходить на ложе, ложиться в постельκαθεῦδ΄ ἀναβάς Hom. — улегшись, он уснул
4) садиться на корабльἀναβάντες ἐπέπλεον Hom. или ἔπλεον Xen. — погрузившись на судно ( или суда), они поплыли;
ἐς Τροίην ἀ. Hom. — отправляться на кораблях в Трою;ἀ. ἀπὸ Κρήτης Hom. — отплывать от (берегов) Крита5) (sc. ἐπὴ τὸ βῆμα) выступать с речьюἀ. εἰς τὸ πλῆθος Plat. — говорить публично
6) являться, приходитьἀνάβητε τούτων μάρτυρες Lys. — пусть придут свидетели этого7) отправляться (преимущ. от побережья вглубь страны)(ἐς τοὺς Βακτρίους Her.; ἐς τέν Λυκίαν Thuc.)
ἀναβεβηκότες παρά τινα Plat. — отправившиеся к кому-л.8) ступать (по чему-л.), топтать, попирать(νεκροῖς Hom.)
9) доходить, достигатьὁ ποταμὸς ἀναβαίνει ἐς τὰς ἀρούρας Her. — река залила пашни;
ἐπειδέ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου Plat. — поскольку мы в своей беседе дошли до этого10) переходитьἀναβῆναι ἔς τινα Her. — (о царской власти) перейти к кому-л.
11) происходить, совершатьсяἀ. ἀπό τινος Xen. — быть последствием чего-л.;
ἢν μὲν τῇ σὺ λέγεις ἀναβαίνῃ τὰ πρήγματα Her. — если дела закончатся так, как ты говоришь;φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει ἐσθλή Hom. — среди людей идет добрая слава (о ком-л.)12) ( о животных) покрывать(τὰς θηλέας Her.)
13) сажатьἀ. ἄνδρας ἐπὴ καμήλους Her. — (приказывать) посадить людей на верблюдов;
νὼ ἀναβησάμενοι Hom. — посадив нас обоих (на корабль) -
8 αναιρεσις
- εως ἥ1) подбирание, уборка (преимущ. павших на поле сражения); погребение(νεκρῶν Thuc., Lys., Polyb.; ὀστέων Eur.; τῶν πεσόντων Plut.)
2) надевание(θέσις καὴ ἀ. ὅπλων Plat.)
3) принятие на себя(ἔργων Plat.)
4) уничтожение, разрушение, истребление, разорение(Πλαταιέων Xen.; τειχῶν καὴ πόλεων Dem.)
5) свержение(τυράννων Plut.)
6) изъятие, отмена(ὑπατείας, δογμάτων καὴ πράξεων Plut.)
7) лог. полное снятие (аргумента), опровержение, прямое отрицание Arst. -
9 αναπαυω
ион. ἀμπαύω1) тж. med. (при)останавливать, прекращать(βοήν Soph.)
ἀ. τινὰ ἔργων Hom. — заставлять кого-л. прекратить работу;τὸν πόλεμον ἔφη οὐ πεπαῦσθαι, ἀλλ΄ ἀναπεπαῦσθαι Plut. — он сказал, что война (с Митридатом) не кончилась, а (лишь) приостановилась2) давать отдых(τὸ στράτευμα Xen. или τέν στρατιάν Plut.)
ἀ. τινά τινος Soph. — дать кому-л. отдохнуть от чего-л.;ἀ. τοὺς λειτουργοῦντας Dem. — дать передышку несущим бремя литургий;ἀ. ἑαυτὸν ἔκ τινος Polyb. — оправляться от чего-л.;ἀναπαύεσθαι (v. l. παύεσθαι) τῆς διανοίας Xen. — оставлять мысль (о чём-л.), отказываться от намерения3) преимущ. med. отдыхать(ἐπὴ τῆς κλίνης Her.)
ἀναπαύοντες ἐν τῷ μέρει Thuc. — посменно отдыхая;ἀναπεπαυμένος ἀπό τινος Thuc., ἔκ τινος Plat. и τινός Isocr., Luc.; — отдохнув, оправившись от чего-л.;σημαίνειν τῷ κέρατι ὡς ἀναπαύεσθαι Xen. — трубить сигнал к отдыху;τόσσ΄ εἰπὼν ἀνεπαύσατο Theocr. — сказав это, он умолк;δειπνήσαντες ἀνεπαύοντο Xen. — поужинав, они легли отдыхать4) убивать(τινά Plut.)
5) med. умирать Plut. -
10 ανταξιος
3, Theocr. 2равноценный(γέρας Hom.; ἀ. τινος Hom., Xen., Plat., Plut.)
πυραμὴς πολλῶν Ἑλληνικῶν ἔργων ἀνταξίη Her. — пирамида, стоящая многих греческих сооружений (вместе взятых); -
11 αντιφιλοτιμεομαι
-
12 απεχω
эп. тж. ἀπίσχω (fut. ἀφήξω и ἀποσχήσω, aor. 2 ἀπέσχον) тж. med.1) держать вдали, удерживать, не допускатьἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν ἱρῶν Her. — не допускаться к принесению в жертву;ἄπεχε φάσγανον Eur. — убери меч;οὐδὲν ἀπέχει Plat., Plut. — ничто не мешает;ἀπέσχεσθαι χεῖράς τινος Aesch. — не прикасаться к кому-л.2) med. воздерживаться, удерживаться, тж. отказываться(πολέμου Hom.; εὐνῆς HH.; βαναύσων ἔργων Arst.; οἴνου Arph.; τροφῆς, ἡδονῶν Plut.; τοῦ ποιεῖν τι Xen., (τοῦ) μέ ποιεῖν τι Thuc., Dem. и τὸ μέ ποιεῖν τι Xen., Plat.)
3) med. оставлять нетронутым, щадить(τινος Her., Xen., Plut.)
4) отделять, отграничивать(αὐχένα ἀπ΄ ὤμων Hom.)
5) быть удаленным, отстоять(ἒξ σταδίους τινός Thuc.; πολλῶν ἡμερῶν ὁδον Xen.)
ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀ. Plat. — находиться на равном расстоянии от оконечностей6) перен. быть далеким, не быть причастным(τοῦ ποιῆσαί τι Isocr.; med. γεωμετρίας Plat.)
7) разниться, отличаться(πάντων ἀνθρώπων Xen.)
8) получать сполна(ἀπόκρισιν Aeschin.; καρπὸν τῶν πονηθέντων Plut.)
ἀπέχει NT. — довольно, кончено -
13 αποδειξις
ион. ἀπόδεξις - εως ἥ1) показывание(τῶν ὑπὸ γαίας Eur.)
2) изложение, повествование, рассказ(ἱστορίης Her.; τῆς ἀρχῆς τῆς τῶν Ἀθηναίων Thuc.; περί τινος и περί τι Plat.)
3) доказательство, довод(ἀπόδειξιν ποιεῖν и ποιεῖσθαι Lys., Arst., λέγειν Plat., φέρειν Polyb. и διδόναι Plut.)
ἀ. εἰς τὸ ἀδύνατον и διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. — доказательство от противного4) дедуктивное (силлогистическое) доказательство5) исполнение, свершение(μεγάλων ἔργων Her.; μεγάλης ἀρετῆς Plut.)
-
14 αποδοτικος
-
15 ασκητης
- οῦ ὅ1) обученный, приобретший навыки(τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων Xen.)
2) борец, атлет Arph., Xen., Isocr., Plat. -
16 αυδη
дор. αὐδά ἥ1) речь, слова(ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐ. Hom.; οἱ ἀπὸ στόματος ῥέει αὐ. Hes.)
2) звук; голос, пение; звон(νευρῆς Hom.; sc. τέττιγος Hes.; σάλπιγγος Eur.)
3) весть, рассказ(ἔργων Soph.; τῶν ἔσωθεν Eur.)
4) прорицание, предсказание(τρίποδος ἐκ χρυσοῦ Eur.)
5) похвальное слово, прославление(τινος Pind.)
-
17 εγκωμιον
τό (sc. ἔπος) похвальное слово, хвалебная речь, хвала(τινι Plat. и εἶς τινα Arph.; τὸ ἐ. τῶν ἔργων ἐστὴν ὅ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς Arst.)
-
18 εγχειρητης
-
19 εισηγητης
-
20 εξελεγχω
(pf. pass. ἐξελήλεγμαι и ἐξήλεγμαι)1) исследовать, проверять, испытывать(χαλκὸν μυρίον Pind.; τύχην Polyb.)
2) устанавливать, доказывать, выяснять(ἀλάθειαν ἐτήτυμον Pind.)
ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές Thuc. — это обнаруживалось в истинном виде3) оспаривать, опровергать(τινά τι Plat.; ἐξελέγχεσθαι ἔργῳ Plat., Arst. и ὑπὸ τῶν ἔργων Arst.)
4) (из)обличать(τινὰ ποιοῦντα или ὄντα τι Plat., Dem., Plut.)
ἐπ΄ αἰσχραῖς αἰτίαις ἐξεληλεγμένοι Lys. — уличенные в позорных преступлениях;οὐ δέ τοῦτό γ΄ ἐξελέγχομαι Eur. — в этом обвинить меня нельзя
См. также в других словарях:
ἔργων — ἔργνυμι pres part act masc nom sg (epic) ἔργον weorc neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μιχαλαριάς, Σταύρος — (Αθήνα 1943 –). Συντηρητής και έμπορος έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση τεχνικών της βυζαντινής αγιογραφίας σε νεαρή ηλικία και το 1960 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντηρητής τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο. Έπειτα από πέντε χρόνια, με… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek