-
1 νεκρων
-
2 νεκρῶν
мертвыхмертвыми мёртвых мертвым [из] мертвыхΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νεκρῶν
-
3 αγωγος
I21) ведущий, приводящий2) вызывающийἀ. νεκρῶν Eur. — вызывающий души усопших;
δακρύων ἀ. — вызывающий слезы3) влекущий (к себе), привлекательный(προσώπου χάρις Plut.)
δύναμις ἀνθρώπων ἀ. Plut., — влекущая к себе людей сила, обаяниеIIὅ провожатый, проводник Her., Thuc. -
4 αλη
(ᾰ) ἥ1) блуждание, странствование(ἄ. καὴ πῆμα Hom.; ἄ. καὴ φυγαί Plut.)
ἄλαισι πλαγχθεῖς Eur. — скитаясь2) толпа в смятении, смятенная толпа(βροτῶν ἄλαι Aesch.; νεκρῶν ἄ. Soph.)
3) помешательство, безумие(θεία ἄ. Plat.)
ἄλῃ Eur. — в состоянии безумия -
5 αναιρεσις
- εως ἥ1) подбирание, уборка (преимущ. павших на поле сражения); погребение(νεκρῶν Thuc., Lys., Polyb.; ὀστέων Eur.; τῶν πεσόντων Plut.)
2) надевание(θέσις καὴ ἀ. ὅπλων Plat.)
3) принятие на себя(ἔργων Plat.)
4) уничтожение, разрушение, истребление, разорение(Πλαταιέων Xen.; τειχῶν καὴ πόλεων Dem.)
5) свержение(τυράννων Plut.)
6) изъятие, отмена(ὑπατείας, δογμάτων καὴ πράξεων Plut.)
7) лог. полное снятие (аргумента), опровержение, прямое отрицание Arst. -
6 δεκαταιος
31) десятидневный(νεοττός Arst.; βρέφος Luc.)
2) совершающийся на десятый деньἥκειν δεκαταῖον ἐξ Ἀθηνῶν Plut. — прийти на десятый день из Афин;
ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Plat. — когда на 10-й день были убраны трупы -
7 δοριπτοιητος
-
8 εγειρω
(pf. ἐγήγερκα; pass.: fut. ἐγερθήσομαι, aor. ἐγέρθην, pf. ἐγήγερμαι, ppf. ἐγηγέρμην)1) будить, пробуждать(τινὰ ἐξ ὕπνου Hom.; τινά Aesch.; ὑπνώδεα εὐνᾶς Eur.; ἀπὸ и ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι NT.)
; med. пробуждаться, просыпаться, вставать(ἐξ ὕπνου Hom.)
κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Arph. — даже если ты проснешься не раньше полудня2) воскрешать(τοὺς νεκρούς, ἀπὸ τῶν и ἐκ νεκρῶν NT.)
; перен. восстанавливать, отстраивать(ναόν NT.)
3) побуждать, подгонять, тж. поощрять(τινὰ ἐπὴ ἔργον Hes.; τὸν ἀκόλαστον ἐπὴ τέν ἡδονήν Plut.)
4) разжигать раздувать(λαμπάδας Arph.; φλόγα Xen.)
; перен. разжигать, возбуждать(μάχην Hes.; πόλεμον Thuc.; ἐπιθυμίας, ὠδῖνας Plat.; Κύπριν Anth.)
ἐγειρομένου χειμῶνος Her. — в случае, если разразится буря;ἐγηγερμένοι ἦσαν Thuc. — они воспрянули духом5) заставлять звучатьἐ. λύραν Pind. — играть на лире;
ἐ. θρῆνον Soph. — поднимать жалобный вопль;ἐ. τὸν μῦθον Plat. — начинать рассказ6) воздвигать, строить(ἐγεῖραι νεών Luc.; πόλιν Anth.)
7) (pf. в знач. praes. ἐγρήγορα, ppf. в знач. impf. ἐγρηγόρειν и ἠγρηγόρειν) проснуться, встатьἐγρήγορθε ἕκαστος Hom. — пусть никто из вас не спит;
τὸ ἐγρηγορέναι Arst. — бодрствование;перен. — быть настороже, быть бдительным (φρονεῖν καὴ ἐγρηγορέναι Xen.) -
9 εκσωζω
спасать, избавлять(τινά Soph., Her.; τινὰ χερός τινος Eur.; τινὰ ἐκ τῶν κινδύνων Plat.)
ἐκοῶσαί τινα εἰς φάος νεκρῶν πάρα Eur. — вывести кого-л. из страны мертвых на свет;med. — спасать для себя или спасаться;ἔ. νῆσον (v. l. ἐκφέρεσθαι) Aesch. — искать убежища на острове;βίοτον ἐ. Aesch. — спасать свою жизнь;ὃσα δένδρων ὑπείκει κλῶνας ἐκσώζεται Soph. — деревья, которые подаются (гнутся), сохраняют свои ветви -
10 εξαναστασις
-
11 εξορισμος
-
12 ερειπια
τά (преимущ. pl.; sing. только Arst.)1) развалины(τειχέων, οἰκημάτων Her.; δόμων Eur.; οἰκίας Arst.; Καρχηδόνος Plut.)
2) обломки(ἐρείπια ναυτικά Aesch.)
3) обрывки, лохмотья(πέπλων Eur.; χλανιδίων Soph.)
4) остаткиἐν ἐρειπίοις νεκρῶν Soph. — на груде трупов
-
13 ιακχος
-
14 καταστρωννυμι
1) устилать(πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη Diod.)
2) убивать, умерщвлять(τινα βέλει Eur.; πολλούς Xen.)
; pass. погибать -
15 κοιμιζω
[= κοιμάω См. κοιμαω] (fut. κοιμίσω - атт. κοιμιῶ)1) смежать сном(ἄγρυπνον ὄμμα Eur.)
2) усыплятьεὖ τινα κοιμίσαι Soph. — упокоить кого-л. вечным сном;
κοιμίσασθαί τινα ἐς Ἅιδου Eur. — увести кого-л. в подземное царство3) умерщвлять, убивать(τινὰ ἀμφιπύρῳ φλογμῷ Eur.)
4) успокаивать, унимать(πόντον Soph.; θυμόν Plat.; τὰς λύπας Xen.)
; укрощать, умерять(τὸ θηριῶδες Plat.)
5) прекращать, пресекать(μεγαληγορίαν Eur.; θιάσους Plut.; ἐλπίδας Anth.)
6) ( об урне) покоить, хранить в себе(λείψανα πατρῴων νεκρῶν Anth.)
7) грам. ослаблять (притуплять) ударение, т.е. менять acutus на gravis -
16 κομιστης
- οῦ ὅ провожатыйμίμνε δ΄ ἐς τ΄ ἂν ἔλθω κομιστήν σου Eur. — жди, пока я не выйду провожать тебя, т.е. навстречу тебе;
κ. νεκρῶν Eur. — погребающий мертвых -
17 κυριευω
1) иметь власть, господствовать(πάντων Xen.; νεκρῶν καὴ ζώντων NT.)
κυριεύεσθαι ὑπό τινος Arst. — находиться в чьей-л. власти2) получать власть, овладевать(τινός Polyb., Plut.)
-
18 μυχθισμος
-
19 νεκρος
I31) мертвый, умерший, павший, убитый(Λάϊος Soph.; ἵππος Pind.; σώματα Plut.; перен. ἥ πίστις, ἐὰν μέ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστι NT.)
2) полный мертвецов(ὅ ν. Αἵδης ἐξεμεῖ τεθνηκότας Anth.)
IIὅ1) мертвое тело, труп(ν. ἀνθρώπου, ν. πρόσφατος Her.)
2) мертвец, покойник(ἔθνεα νεκρῶν Hom.)
3) убитый, павшийπολλοὺς νεκροὺς ποιεῖν Polyb. — перебить многих
-
20 παγκευθης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νεκρών — νεκρών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος ταφής τών νεκρών, νεκροταφείο, κοιμητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μελισσ ών, μηλ ών)] … Dictionary of Greek
νεκρών — burial place masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρῶν — νεκρός corpse fem gen pl νεκρός corpse masc/neut gen pl νεκρός corpse masc gen pl νεκρόω make dead pres part act masc voc sg (doric aeolic) νεκρόω make dead pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) νεκρόω make dead pres part act masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βιβλίο των νεκρών — Αιγυπτιακή συλλογή κειμένων νεκρικού τύπου, τα οποία από την αρχή του Νέου Βασιλείου (1580 1350 π.Χ.) αντιγράφονταν σε πάπυρο με πλούσια εικονογράφηση και συνόδευαν τον νεκρό στον τάφο. Προέρχεται, με πολλές παραλλαγές, από τα Κείμενα των… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek