Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(собственному)

  • 1 опыт

    опыт
    м
    1. (совокупность знаний, навыков) ἡ πείρα:
    жизненный \опыт ἡ πείρα τής ζωής· обмен \опытом ἡ ἀνταλλαγή (τής) πείρας· убеждаться на \опыте πείθομαι ἀπό τήν πείρα· знать по собственному \опыту γνωρίζω ἐξ ίδίας πείρας· отсу́тствие \опыта ἡ ἀπειροσύνη, ἡ ἔλλειψις πείρας·
    2. (эксперимент) τό πείραμα / ἡ δοκιμή, ἡ δοκιμασία (проба):
    производить \опыты κά(μ)-νω πειράματα, πειραματίζομαι· лабораторные \опыты τά ἐργαστηριακά πειράματα.

    Русско-новогреческий словарь > опыт

  • 2 побуждение

    побужд||ение
    с ἡ παρακίνηση [-ις], ἡ παρότρυνση [-ις], ἡ παρόρμηση, τό κίνητρο:
    по собственному \побуждениеению αὐτό-βουλα [-ως], ἀφ' ἐαυτοῦ· из личных \побуждениеений ἀπό προσωπικά κίνητρα

    Русско-новогреческий словарь > побуждение

  • 3 почин

    почин
    м
    1. (инициатива) ἡ πρωτοβουλία; по собственному \почину μέ δικιά του πρωτοβουλία, κατ' Ιδίαν πρωτοβου-λίαν
    2. (начало) разг ἡ καλή ἀρχή / ὁ σεφτές (в торговле):
    сделать \почин κάμνω σεφτέ, κάμνω καλή ἀρχή.

    Русско-новогреческий словарь > почин

  • 4 признание

    признани||е
    с
    1. ἡ ἀναγνώριση [-ις]:
    \признание правительства ἡ ἀναγνώριση τής κυβέρνησης·
    2. (в чем-л.) ἡ ὁμολογία, ἡ παραδοχή, ἡ ἀναγνώριση:
    по собственному \признаниею ὅπως ὁμολόγησε ὁ ίδιος· \признание в любви ἡ ἐρωτική ἐξομολόγηση· ◊ получить всеобщее \признание κατακτώ τή γενική ἀναγνώριση.

    Русско-новогреческий словарь > признание

  • 5 опыт

    α.
    1. πείρα•

    обмен -ом ανταλλαγή πείρας•

    жизненный опыт η πείρα της ζωής•

    административный опыт διοικητική πείρα•

    военный опыт στρατιωτική πείρα•

    личный опыт προσωπική πείρα•

    по -у από πείρα•

    по собственному -у εξ ιδίας πείρας•

    наученный горьким -ом διδαγμένος από την πικρή πείρα.

    2. (φιλοσ.) εμπειρία•

    чувственный опыт αισθησιακή εμπειρία.

    3. πείραμα•

    производить физические -ы κάνω πειράματα φυσικής.

    4. δοκιμή, πρόβα. || δοκιμασία•

    это его первый опыт αυτό είναι η πρώτη του δοκιμασία.

    Большой русско-греческий словарь > опыт

  • 6 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 7 почин

    α.
    1. πρωτοβουλία•

    личный почин προσωπική πρωτοβουλία•

    по собственному -у με δική μου (του, της κ.τ.τ.) πρωτοβουλία•

    смелый почин θαρρ«λέα πρωτοβουλία.

    2. η καλή αρχή, ο σεφτές•

    почин дороже всего η καλή αρχή είναι το παν•

    продать дшево для -у πουλώ φτηνά για καλή αρχή•

    сделать почин κάνω καλή αρχή (σεφτέ).

    Большой русско-греческий словарь > почин

  • 8 признание

    ουδ.
    1. αναγνώριση, παραδοχή• ομολογία•

    признание де-факто, де-юре αναγνώριση ντε φάκτο, ντε γιούρε•

    пользоваться всеобщим -ем απόλαβαίνω γενικής αναγνώρίσης(αναγνωρίζομαι απ όλους γενικά)•

    по общему -го κατά τη γενική ομολογία•

    по собственному -ю καθ ομολογίαν του.

    || εκδήλωση, φανέρωση, εξομολόγηση•

    признание в лгобви εξομολόγηση αγάπης.

    2. απόφανση, κρίση• καθορισμός.

    Большой русско-греческий словарь > признание

  • 9 располагать

    ρ.δ.
    βλ. расположить.
    βλ. расположиться.
    ρ.δ.
    1. διαθέτω, έχω στη διάθεση μου•

    располагать большими средствами διαθέτω μεγάλα μέσα.

    || διαθέτω, ρυθμίζω, κανονίζω•

    -своим временем по собственному усмотрению διαθέτω το χρόνο μου όπως εγώ θέλω•

    -йте много είμαι στη διάθεση σας.

    2. παλ. προτίθεμαι, σκοπεύω.

    Большой русско-греческий словарь > располагать

  • 10 судить

    сужу, судишь.
    επιρ. μτχ. судя ρ.δ.
    1. κρίνω•

    судить о знаниях учащихся κρίνω τις γνώσεις των μαθητών•

    судить по собственному опыту κρίνω από δική μου πείρα•

    судить по его словам κρίνω από τα λόγια του.

    || εκτιμώ. || κατακρίνω, επικρίνω, καταδικάζω.
    2. δικάζω•

    меня не -ли δε με δίκασαν•

    судить преступника δικάζω τον εγκληματία.

    3. (αθλτ.) είμαι διαιτητής.
    4. προκρίνω, προαποφασίζω (για μοίρα, τύχη κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    -япо... – κρίνοντας απο... судить и рядить; судить да рядить (απλ.) διανοούμαι., διαλογίζομαι, λογιάζω.
    1. καταφεύγω στο δικαστήριο.
    2. δικάζομαι.
    3. κρίνομαι. || σκέπτομαι, διανοούμαι, διαλογίζομαι, συλλογίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > судить

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»