-
21 απληστος
21) ненасытный, алчный(χρημάτων Her., Xen., Plat., Dem., Plut.; τοῦ ἡδέος Arst.; τοῦ μανθάνειν Plut.)
ἄ. αἵματος Her. — кровожадный2) неистощимый(χαρά Soph.; κακῶν Aesch.)
ἄ. λύπης Aesch. — безутешный3) опустевший, покинутый(κοίτη Eur. - v. l. ἄπλατος)
-
22 αποβολη
ἥ1) отбрасывание, бросание(τῶν ὅπλων Plat.)
2) потеря, утрата(χρημάτων Plat., Arst., Plut.)
3) грам. выбрасывание, опущение (буквы) -
23 αποκηρυσσω
атт. ἀποκηρύττω1) публично (через глашатая) уведомлять о продаже с торгов Dem.2) продавать с торгов(οἴκους Plut.)
πόσου τοῦτο ἀποκηρύττεις ; Luc. — какую цену назначаешь за это?;ἀποκηρυχθέντων (τῶν χρημάτων) Lys. — при продаже имущества с торгов3) публично запрещать4) публично отвергать (как сына), т.е. лишать наследства(τινά Dem., Luc.; παῖς ἀποκεκηρυγμένος Plat.)
-
24 αποκναιω
ἀποκναίω, ἀποκνάωдосл. растирать до крови, расцарапывать, перен. донимать, удручать, терзать, мучить(τινα Arph., Plat., Men.; τὰ ὦτα Plut.; τινὰ ἀηδίᾳ Dem., λαλιᾷ Plut.; χρημάτων εἰσφοραῖς καὴ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen.)
-
25 αποκναω...
ἀποκνάω...ἀποκναίω, ἀποκνάωдосл. растирать до крови, расцарапывать, перен. донимать, удручать, терзать, мучить(τινα Arph., Plat., Men.; τὰ ὦτα Plut.; τινὰ ἀηδίᾳ Dem., λαλιᾷ Plut.; χρημάτων εἰσφοραῖς καὴ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen.)
-
26 απολυω
1) развязывать, отвязывать(ἱμάντα κορώνης Hom.)
2) снимать, убирать(κρήδεμνον Hom.)
3) освобождать, отпускать на свободу(τινά Hom.; πολλῶν χρημάτων ἀπολύεσθαι Xen.)
4) реже med. освобождать, избавлять(τινά τινος Her., Xen., Plat., Plut.)
τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι Her. — быть освобожденным от военной службы5) освобождать, оправдыватьἀ. τινὰ αἰτίας Her., Xen. — освобождать кого-л. от обвинения;
ἀπέλυσαν αὐτὸν μέ φῶρα εἶναι Her. — его не признали вором;6) отпускать, прощать(ἀνάλωμα Plat.; med. τὰς αἰτίας καὴ ὑπονοίας Plut.)
7) распускать(τοὺς Σπαρτιάτας οἴκαδε Xen.)
8) отсылать(τινὰ ἄδειπνον Arph.)
ἀ. τὸν ἄνδρα Diod. — разводиться с мужем9) отделятьἀπολύεσθαι (ἀπ΄) ἀλλήλων Arst. — разделяться, расставаться, разобщаться;
ἀπολελυμένος Arst. — отдельный, обособленный, филос. безотносительный, абсолютный10) med. уходить, удаляться(εἰς τὸν τόπον Polyb.)
11) med. кончать жизнь самоубийством(ποίῳ ἀπελύσατο τρόπῳ; Soph.)
-
27 αποτιμαω
1) отказывать в почтении, пренебрегать, презирать HH.2) med. оцениватьδιμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. — назначив цену в две мины;
πλειόνων χρημάτων ἀποτετιμημένος Dem. — оцененный выше3) брать ссуду под залог имущества, закладывать имущество Dem.4) med. брать в залог, давать ссуду под залог Dem. -
28 αρπαγη
I.дор. ἁρπᾰγά ἥ тж. pl.1) похищение(χρημάτων Isocr.; παίδων Polyb.; γυναικῶν Plut.)
2) грабеж, разбой(ἁ. καὴ βία Xen.; εἰς Xen. и ἐφ΄ ἁρπαγέν τρέπεσθαι Thuc., Plut.)
3) добыча(τοῦ φθάσαντος Aesch.; θηρσίν τινα ἁρπαγέν προθεῖναι Eur.)
4) жадность, алчность Xen.II.ἥ1) грабли Eur.2) крюк Men. -
29 αφαιρεσις
- εως ἥ1) отнятие, лишение(χρημάτων Plat.; πλούτου Plut.)
2) убывание(τὸ τῆς φθίδεως αἴτιον ἀ. τις Arst.)
3) лог. отвлечение, абстракцияτὰ ἐξ ἀφαιρέσεως и ἐν ἀφαιρέσει λεγόμενα Arst. — отвлеченные слова
4) грам. афереза (опущение начальной буквы, напр. αἶα вм. γαῖα) -
30 αφειδως
ион. ἀφειδέως1) щедро, не скупясь, не жалея(διδόναι Her.; τῶν χρημάτων Plut.)
ἀ. ἑαυτῶν ἔχειν Arst. — не щадить себя2) не щадя себя, бесстрашно(ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον Dem.; ἐφορμᾶν πρὸς τοὺς πολεμίους Plut.)
3) безжалостно, беспощадно(φονεύειν Her.; κολάζειν Xen.; χρῇσθαί τινι Plut.)
-
31 αχηνια
-
32 γεμιζω
1) нагружать(ὁλκάδα κληματίδων Thuc.; πλοῖα χρημάτων Xen.; ναῦν ξύλων Dem. и στρατιωτῶν Polyb.; ἥ ναῦς γεγεμισμένη Dem.)
μέλισσαι γεμισθεῖσαι Arst. — нагруженные (добычей) пчелы2) наполнять(λέβητας σποδοῦ Aesch.)
γεμισθεὴς ποτὴ σέλμα γαστρὸς ἄκρας Eur. — наевшийся до отвала;οἶνον ὑπὸ φρένα γεμισθείς Anth. — полный мыслей о вине -
33 γεμω
1) быть нагруженным(πλοῖα γέμοντα Xen.; χρημάτων Thuc.)
γεμούσης τῆς νεός Her. — так как корабль был (чрезмерно) нагружен2) быть полным, переполненным, изобиловать(κῶμαι πολλῶν καὴ ἀγαθῶν γέμουσαι Xen.; λιμέν ἔγεμε πλοίων Plat.; σίτου γέμουσα πόλις Polyb.)
γ. παντοδαπῶν νοσημάτων Plut. — страдать всяческими болезнями3) быть преисполненным(τῆς ἀληθείας Aesch.; θυμιαμάτων καὴ στεναγμάτων Soph.; ἐλπίδων Plat.; μεταμελείας Arst.)
-
34 γραμμα
I.ἡ дор. Theocr. = γραμμή См. γραμμηII.- ατος τό1) черта, линия; рисунок(ὑφανταὴ γράμμασι ὑφαί Eur.; γράμμασιν τὰ ὀνόματα ἀπεικάζειν Plat.)
2) письменный знак, буква3) знак числа, цифра(ὧραι γράμμασι δεικνύμεναι Anth.)
4) музыкальный знак, нота5) математический чертеж Diog.L.6) изображение, картина(ζῳογράφοι γράμματ΄ ἔγραψαν Theocr.)
7) pl. алфавит, письменность8) pl. умение читать и писать, грамота(γράμματα διδάσκειν Dem. или παιδεύειν Arst.)
9) преимущ. pl. надпись, письмена10) pl. письменное послание, письмоὅ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος Polyb. — письмоводитель, писец, секретарь11) pl. запись, перечень, список (sc. τῶν ἐν ἑκάστῃ τῇ ἁμάξη χρημάτων Xen.)12) pl. письменные документы(τὰ δημόσια γράμματα Dem.)
τούτων τὰ γράμματα ἀπέδειξεν Lys. — в доказательство этого он представил документы13) pl. государственные акты, указы, грамоты(γράμματα καὴ νόμοι Plat., Arst.; φυλάττειν τὰ γράμματα καὴ τὰ ψηφίσματα Arst.)
οἱ κατὰ τὰ γράμματα νόμοι Arst. — писаные законы14) pl. писаное правило(κατὰ γράμματα ἰατρεύεσθαι Arst.)
15) преимущ. pl. сочинение, книга(γράμματα ποιητῶν τε καὴ σοφιστῶν Xen.; τὸ γ. Ἀντιμάχου Anth.)
16) науки, просвещение(γραμμάτων ἄπειρος Plat.)
-
35 δατηριος
2делящий -
36 δατητης
-
37 δεκατη
(ᾰ) ἥ1) (sc. μερίς или μοῖρα) десятая часть(τῶν χρημάτων Her.)
2) налог или пошлина в 10% стоимости(τέν δεκάτην ἀποδόσθαι Xen., Dem.; ἐκφόριον ἢ δ. Arst.)
3) культ. десятина4) (sc. ἡμέρα) деката, день наречения имени (10-й день после рождения ребенка, когда ему давалось имя)(τέν δεκάτην θύειν Arph. и ποιεῖν Dem.)
τέν δεκάτην ἑστιᾶσαι ὑπέρ τινος Dem. — справлять день чьих-л. именин -
38 δημευσις
- εως ἥ обращение в доход государства, конфискация(χρημάτων Plat.; φυγέ καὴ δ. Arst.; δημεύσεις οὐσιῶν Plut.)
ἀειφυγίᾳ καὴ δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Dem. — приговорить к пожизненному изгнанию с конфискацией имущества -
39 διαιρεσις
- εως ἥ1) дележ, раздел(χρημάτων Her.; sc. τῆς λείας Xen.; τῆς χώρας Polyb.)
2) мат. деление(ἥ εἰς δύο δ. Arst.)
ἀπείρους διαιρέσεις ἔχειν Arst. — быть делимым до бесконечности3) лог. деление, членение, классификация(τῶν γενῶν κατ΄ εἴδη Plat.; αἱ κατὰ τὰς διαφορὰς διαιρέσεις Arst.)
4) разделенность, расчлененностьδ. τῶν σπονδύλων Arst. — разделенность на позвонки
5) раздробление, размельчение(τῆς τροφῆς εἰς μικρά Arst.)
6) раздел, категория(ἐν τῇ αὐτῇ διαιρέσει Arst.)
7) различение(τῶν ὀνομάτων Plat.; δημοκρατίας καὴ ὀλιγαρχίας Arst.)
8) подсчет голосов(μέ ἀδικεῖν ἐν διαιρέσει Aesch.)
9) грам. диэресис (раздельное произношение двух смежных гласных: напр. в αϋνος)10) стих. диэресис ( совпадение окончания слова с окончанием стопы) -
40 διανομη
ἥ1) раздел, раздача(χρημάτων Arst.; ἐπαρχιῶν διανομαί Plut.; διανομαὴ ἄφιλοι Aesch. - v. l. διαρταμή и διατομή)
; распределение (sc. τῶν μαθημάτων Plat.)2) установление, порядок(παλαιαὴ διανομαί Aesch.; δ. τῶν πραγμάτων Plut.)
См. также в других словарях:
χρημάτων — χρη̱μάτων , χρῆμα need neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… … Dictionary of Greek
χρηματιστικός — ή, ό / χρηματιστικός, ή, όν, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες») 2. φρ. α) «χρηματιστικό κεφάλαιο» (οικον.) το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
Hellenotamiai — Die Hellenotamiai (griechischer Plural Ἑλληνοταμίαι = Hellēnota míai, zusammengesetzt aus Ἕλληνο von Ἕλλην = Hellene, Grieche; ταμίαι Plural zu ταμίας = Verwalter, Zahlmeister) bildeten in der Antike ein Kollegium athenischer Beamter, das für die … Deutsch Wikipedia
NOTHUS apud Athenienses dicebatur — qui matre cive natus non erat, iuxta legem: Νόθον εἶναι τὸν μὴ ἐξ ἀςτῆς γεγονότα, cuius meminit ἱςτορικῶν ὑπομνημάτων l. 3. Carystius. Unde qui ex peregrina, vel pellice generabantur, Nothi erant, soli vero illi legitimi habebantur filii, qui ἐκ… … Hofmann J. Lexicon universale
αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… … Dictionary of Greek
είσπραξη — η (AM εἴσπραξις) συγκέντρωση, παραλαβή οφειλόμενων χρημάτων ή φόρων («είσπραξη σε είδος») νεοελλ. το ποσό τών χρημάτων που εισπράχθηκαν («μέτρησε την είσπραξη») μσν. συνέπεια ενός κακού, τιμωρία αρχ. στρατολογία … Dictionary of Greek
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek