-
1 αποκηρυσσω
атт. ἀποκηρύττω1) публично (через глашатая) уведомлять о продаже с торгов Dem.2) продавать с торгов(οἴκους Plut.)
πόσου τοῦτο ἀποκηρύττεις ; Luc. — какую цену назначаешь за это?;ἀποκηρυχθέντων (τῶν χρημάτων) Lys. — при продаже имущества с торгов3) публично запрещать4) публично отвергать (как сына), т.е. лишать наследства(τινά Dem., Luc.; παῖς ἀποκεκηρυγμένος Plat.)
-
2 αποκηρύσσω
αποκηρύττω, αποκηρύχνω (αόρ. αποκήρυξα) μετ.1) публично отрекаться, отказываться; публично осуждать;αποκηρύσσω τα έργα μου — отрекаться от своих трудов;
τον αποκήρυξαν οι οπαδοί του его сторонники отреклись, отступились от него;2) изгонять из дома (сына и т. п.); лишать наследства; 3) отлучать от церкви
См. также в других словарях:
αποκηρύσσω — αποκηρύσσω, αποκήρυξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκηρύσσω — και αποκηρύχνω ξα, χτηκα, γμένος, απαρνιέμαι, αποκληρώνω: Οι εκλογείς απειλούν ότι θα αποκηρύξουν τους βουλευτές της περιφέρειάς τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκηρύσσω — (AM ἀποκηρύσσω, Α κ. ττω) 1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια 2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω 3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω νεοελλ. απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως αρχ. 1. γνωστοποιώ δημόσια… … Dictionary of Greek
ἀποκηρύξουσι — ἀποκηρύσσω offer aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκηρύσσω offer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκηρύσσω offer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ποκηρύξουσι , ἀποκηρύσσω offer futperf ind act masc/neut dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηρύξουσιν — ἀποκηρύσσω offer aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκηρύσσω offer fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκηρύσσω offer fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ποκηρύξουσιν , ἀποκηρύσσω offer futperf ind act masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηρύξομεν — ἀποκηρύσσω offer aor subj act 1st pl (epic) ἀποκηρύσσω offer fut ind act 1st pl ἀ̱ποκηρύξομεν , ἀποκηρύσσω offer futperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀποκηρύ̱ξομεν , ἀποκηρύσσω offer aor subj act 1st pl (epic) ἀποκηρύ̱ξομεν , ἀποκηρύσσω offer… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηρυξάντων — ἀποκηρύσσω offer aor part act masc/neut gen pl ἀποκηρύσσω offer aor imperat act 3rd pl ἀποκηρῡξάντων , ἀποκηρύσσω offer aor part act masc/neut gen pl ἀποκηρῡξάντων , ἀποκηρύσσω offer aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηρυττομένων — ἀποκηρύσσω offer pres part mp fem gen pl (attic) ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc/neut gen pl (attic) ἀποκηρῡττομένων , ἀποκηρύσσω offer pres part mp fem gen pl (attic) ἀποκηρῡττομένων , ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηρυττόμενον — ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc acc sg (attic) ἀποκηρύσσω offer pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) ἀποκηρῡττόμενον , ἀποκηρύσσω offer pres part mp masc acc sg (attic) ἀποκηρῡττόμενον , ἀποκηρύσσω offer pres part mp neut nom/voc/acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηρυττόντων — ἀποκηρύσσω offer pres part act masc/neut gen pl (attic) ἀποκηρύσσω offer pres imperat act 3rd pl (attic) ἀποκηρῡττόντων , ἀποκηρύσσω offer pres part act masc/neut gen pl (attic) ἀποκηρῡττόντων , ἀποκηρύσσω offer pres imperat act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκηρυχθέντα — ἀποκηρύσσω offer aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκηρύσσω offer aor part pass masc acc sg ἀποκηρῡχθέντα , ἀποκηρύσσω offer aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκηρῡχθέντα , ἀποκηρύσσω offer aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)