-
1 απολυω
1) развязывать, отвязывать(ἱμάντα κορώνης Hom.)
2) снимать, убирать(κρήδεμνον Hom.)
3) освобождать, отпускать на свободу(τινά Hom.; πολλῶν χρημάτων ἀπολύεσθαι Xen.)
4) реже med. освобождать, избавлять(τινά τινος Her., Xen., Plat., Plut.)
τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι Her. — быть освобожденным от военной службы5) освобождать, оправдыватьἀ. τινὰ αἰτίας Her., Xen. — освобождать кого-л. от обвинения;
ἀπέλυσαν αὐτὸν μέ φῶρα εἶναι Her. — его не признали вором;6) отпускать, прощать(ἀνάλωμα Plat.; med. τὰς αἰτίας καὴ ὑπονοίας Plut.)
7) распускать(τοὺς Σπαρτιάτας οἴκαδε Xen.)
8) отсылать(τινὰ ἄδειπνον Arph.)
ἀ. τὸν ἄνδρα Diod. — разводиться с мужем9) отделятьἀπολύεσθαι (ἀπ΄) ἀλλήλων Arst. — разделяться, расставаться, разобщаться;
ἀπολελυμένος Arst. — отдельный, обособленный, филос. безотносительный, абсолютный10) med. уходить, удаляться(εἰς τὸν τόπον Polyb.)
11) med. кончать жизнь самоубийством(ποίῳ ἀπελύσατο τρόπῳ; Soph.)
-
2 απόλυση
απόλυση ηотпуст – заключительная молитва священника в конце каждой службыЭтим.< απόλυσις < απο- + λύω «отпускать, ослаблять, разрешать»
См. также в других словарях:
ευαπόλυτος — εὐαπόλυτος, ον (Α) 1. αυτός που χωρίζεται εύκολα από κάτι («εὐαπόλυτος οὖσα ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. αυτός που ξεριζώνεται εύκολα 3. (για πρόβλημα ή απορία) αυτός που λύνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο λύω (πρβλ. αν απόλυτος, δυσ απόλυτος)] … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… … Dictionary of Greek
Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi … Deutsch Wikipedia
Griechische Grammatik — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Klassisches Griechisch — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek