Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τὸν+ὄμφαλον

См. также в других словарях:

  • UMBILICUS — quoe iliorum umbo, Isidor. ad libros a Romanis translatus est. Libris enim materiam coretx olim, papyrus, carbasus, ovilla tergora, lintei, plumbum, et alia suppeditârunt, ut cuilibet animadvertere promptum est. Vide supra. Iidem quod circum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • προτμητός — ή, όν, Α [προτέμνω] 1. αυτός που πρόκειται, που μπορεί ή που πρέπει να τμηθεί, να κοπεί 2. το αρσ. ως ουσ. τὸ προτμητόν (κατά τον Ησύχ.) «προτμητόν τὸν ὀμφαλόν» …   Dictionary of Greek

  • πωρόμφαλον — τὸ, Α σκλήρυνση τού ομφαλού («πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ὀμφαλός] …   Dictionary of Greek

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • FAVISSA — apud A. Gell. l. 2. c. 10. Catulus voluisse se aream Capitolinam deprimere sed facere id non quisse, quoniam favissae impedissent: Graece θησαυρὸς, quasi Flavissa, dicta est Q. Val. Sorano, quod in eas non rude aes argentumqueve, sed flata… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»