Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καϑῖσα

См. также в других словарях:

  • καθῖσα — καθῖ̱σα , καθίζω aB* aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσας — καθίσᾱς , καθίζω aB* aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καθίσᾱς , καθίζω aB* aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσασα — καθίσᾱσα , καθίζω aB* aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) καθίσᾱσα , καθίζω aB* aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσασαι — καθίσᾱσαι , καθίζω aB* aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) καθίσᾱσαι , καθίζω aB* aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσασαν — καθίσᾱσαν , καθίζω aB* aor part act fem acc sg (attic epic ionic) καθίσᾱσαν , καθίζω aB* aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίσασιν — καθίσᾱσιν , καθίζω aB* aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) καθίσᾱσιν , καθίζω aB* aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθομαι — κάθισα και έκατσα, καθισμένος 1. καθίζω: Κάθισε να τα πούμε. 2. κατοικώ: Κάθομαι στην οδό Πόντου 18. 3. ασχολούμαι με κάτι: Κάθονται και τρων και πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν. 4. (παροιμ.): «Όσο κάθεται το μήλο μυρίζει», που σημαίνει ότι όσο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθίζω — κάθισα, καθισμένος 1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει, τον τοποθετώ: Με κάθισε δίπλα του. 2. κάθομαι: Κάθισε κάτω και μη μιλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθομαι — κάθομαι, κάθισα και έκατσα, καθισμένος βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: καθίζω – κάθομαι : άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, γι αυτό επικράτησε ο αόριστος σε ισα (κάθισα). Σήμερα το καθίζω περιορίζεται στην έννοια → βάζω κάποιον να καθίσει. Μερικές φορές η… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθίζω — καθίζω, κάθισα, καθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καθίζω – κάθομαι : άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, γι αυτό επικράτησε ο αόριστος σε ισα (κάθισα). Σήμερα το καθίζω περιορίζεται στην έννοια → βάζω κάποιον να καθίσει. Μερικές φορές η μτχ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»