-
81 συναιρω
эп. συναείρω (fut. συναρῶ, aor. συνῆρα; преимущ. med.)1) вместе или одновременно поднимать(ὕδωρ πολύ Arst.)
συναίρεσθαι δόρυ Eur. — поднимать и свое копье, т.е. оказывать военную помощь;τῶν σκελῶν συνᾳράμενος ἀνέτρεφεν αὐτόν Plut. — подняв за ноги, он опрокинул его2) общими силами поднимать, помещать(τινὰ ἐπ΄ ἀπήνης Hom.)
3) выносить, вынимать(τοὺς πυροὺς ἐκ τῆς ἅλω Plut.)
4) соединять, связывать(ἵππους ἱμᾶσι Hom.)
συνάρασθαι εἰς τὸ αὐτό Xen. — объединиться в тесный союз5) med. одновременно брать на себя, принимать участие(συναίρεσθαί τινι τὸν κίνδυνον или τοῦ κινδύνου Thuc.)
φόνον τινὴ συναίρεσθαι Eur. — быть чьим-л. соучастником в убийстве6) med. вместе подниматься, совместно восставатьσυναίρεσθαί τινι Plut. — восставать вместе с кем-л.;
συναίρεσθαι ἐπί τινα Plut. — вместе восставать против кого-л.7) med. оказывать помощь, помогать, содействовать Dem.8) (тж. σ. λόγον) учинять расчет, рассчитываться, расплачиваться(μετὰ τῶν δούλων NT.)
-
82 τιτρωσκω
эп. τρώω (fut. τρώσω, aor. ἔτρωσα, pf. τέτρωκα; pass.: τρωθήσομαι и τρώσομαι med., aor. ἐτρώθην, pf. τέτρωμαι, fut. 3 τετρώσομαι)1) ранить(τινά Hom.)
τετρωμένος εἰς γαστέρα Xen. — раненый в живот;τετρῶσθαι τὸν μηρόν Her. — получить рану в бедро;τ. φόνον Eur. — наносить смертельную рану2) повреждать, разбивать(πολλὰς τῶν νεῶν Thuc.)
; разбивать, раскалывать(τὸ ᾠόν Arst.)
3) ( о доводах) разбивать, опровергать(τινά Plat.)
4) ( о вине) опьянять, отуманивать, сбивать с ног(τινα Hom., Eur.)
5) перен. уязвлять, сокрушать Eur. -
83 ἀνδροδάμας
a that conquers manφόβος ἀνδροδάμας N. 3.39
ἀνδροδάμαντα δ' ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου (supp. Casaubon, Boeckh: ὀδαμαν codd. Athenaei) fr. 166. 1.b murdering her husband ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν ( ἀνδρομάδαν τ v. l.: ἀνδροδάμαν δ coni. Schneidewin: ἡ γὰρ Ἐριφύλη τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα Ἀμφιάραον προὔδωκεν εἰς φόνον. Σ.) N. 9.16 -
84 λέων
λέων (λέων, -οντος, -οντι; -οντες, -όντων, -όντεσσιν.)1 lionτὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος O. 11.20
κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.58
κίχε νιν (= Κυράναν)λέοντί ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν P. 9.26
μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον (sc. Ἡρακλέης) N. 3.46θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους N. 4.62
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.46
Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων Δ. 2. 21. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε fr. 238. ἰαχεῖ βαρυφθεγκτᾶν ἀγέλαι λεόντων fr. 239. esp., the lion of Nemea, slain by Herakles:τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
, cf. vv. 48ff. and so as periphrasis in describing Nemea,ὅσσα τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος O. 13.44
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42
κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ I. 3.11
met., ὄπισθεν δὲ κεῖμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων Pindar speaks? fr. 237. -
85 Μήδεια
Μήδεια (-είας, -ειαν.) daughter of Aietes, king of Kolchis, carried off by Jason, and revered esp. at Korinth.1οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι, Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.9
ἧ ῥα Μηδείαςἐπέων στίχες P. 4.57
ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ (sc. Ἀφροδίτα) P. 4.218κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ, τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250
τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον ἐκτελέσαις εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις (sc. Πηλεύς) fr. 172. 7. -
86 πράσσω
πράσσω (πράσσει, -ετε, -οντι; -οι; -ων, -όντων; -ειν: fut. πράξει, -ειν: impf. ἔπρασσεν: aor. ἔπραξε(ν); πρᾶξον; πράξαις: pf. πέπρᾶγεν: med. πράσσοιτο: aor. πράξασθαι: pass. pf. πεπραγμένων.)a perform, fulfilIτῶν δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ ἂν Χρόνος ὁ πάντων πατὴρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.15
ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.29
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν P. 10.11
ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε (v. l. πράσσεται.) N. 9.3εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετάς I. 6.11
med., ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (sc. Ἰάσονα: cf. Schr., (1923), 502; Wackernagel, Sprachl. Unters., 91) P. 4.243II abs., function, be activeπράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων (sc. ἡ ψυχή) fr. 131b. 3.bI effect, bring aboutτὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.40
μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον N. 3.46
II win, earnὥστ' ἐν τάχει ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν N. 5.36
ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν (“setzt einen Anspruch auf Ruhm durch,” Fränkel, W & F., 362̆{2}) I. 5.8 met.,ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο O. 10.30
παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (sc. τὸ καὶ πλουτεῖν καὶ ἐπαινεῖσθαι Σ.) P. 3.115c exact c. acc. dupl. & inf.στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, φόρμιγγα συμμεῖξαι O. 3.7
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.104
dI εὖ πράσσω, fare well, prosperξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4
ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν P. 2.73
II ἀντία πράσσω, fare adversely “ τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει” P. 8.52e frag. ]σφίσιν μάλα πρᾶξον [δι]καίως Pae. 8.12
-
87 Τλαπόλεμος
Τλᾱπόλεμος of Tiryns, son of Herakles and Astydameia. ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπο̆ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον, Ἡρακλέος εὐρυσθενεῖ γέννᾳ (τοῖς Ῥοδίοις, ἀπὸ Τληπολέμου Ἡρακλείδαις οὖσιν· ἐπεὶ ὁ Τληπόλεμος φυγὼν ἐξ Ἄργους διὰ τὸν Λικυμνίου τοῦ μήτρωος φόνον ἀπῄει μετὰ νεῶν καὶ κατὰ χρησμὸν ᾤκισε Ῥόδον Σ.) O. 7.20 τόθι λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκᾰ Τλαπολέμῳ ἵσταται Τιρυνθίων ἀρχαγέτᾳ ὥσπερ θεῷ, μήλων τε κνισσάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις (ἔστι δὲ αὐτοῦ ἱερὸν καὶ τάφος ἐν Ῥόδῳ· οἱ γὰρ συστρατευσάμενοι αὐτῷ διήγαγον τὰ ὀστᾶ ἀπὸ τῆς Ἰλίου εἰς τὴν Ῥόδον. τελεῖται δὲ καὶ ἀγὼν ἐπιτάφιος ἐν τῇ πόλει Τληπολέμου, κατὰ δὲ ἑτέρους ἱερὸς Ἡλίῳ Σ.) O. 7.77 -
88 διψάω
διψ-άω, late [dialect] Ep. [suff] διψ-ώω Tryph.548, AP11.57 (Agath.): [dialect] Ion. [suff] διψ-έω Archil.68; part.Aδιψεῦσα AP6.21
; [var] contr. [ per.] 3sg.διψῇ Pi.N.3.6
, Pl.Phlb. 35b; inf.διψῆν Hdt.2.24
, S.Fr. 735, Ar.Nu. 441, etc.: [tense] impf. [ per.] 3sg.ἐδίψη Hp. Epid.3.1
.β,γ (διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν only in later writers, APl.4.137 (Phil.), Pl.Ax. 366a, LXXIs.29.8, Gal.5.837): [tense] fut.- ήσω X.Mem.2.1.17
: [tense] aor. : [tense] pf.δεδίψηκα Hp.Cord.2
, Plu.Pomp.73:—[voice] Med. (v. infr.):—thirst, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Od.11.584, etc.; of the ground, to be thirsty, parched, Hdt.2.24;δ. ὑπὸ καύματος Alc.39.2
; of trees, Thphr.CP3.22.5:—[voice] Med.,διψώμεθα Hermipp.25
.2 metaph., δ. τινός thirst after a thing, Pi.N.3.6;ἐλευθερίας Pl.R. 562c
: later c. acc.,δ. Χῖον Teles p.8
H.;φόνον APl.4.137
(Phil.);δικαιοσύνην Ev.Matt. 5.6
;αἷμα J.BJ1.32.2
; alsoδ. πρὸς τὸν θεόν LXXPs.41(42).2
: c. dat., ὕδατι ib.Ex.17.3: c. inf.,διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν X.Cyr.5.1.1
;ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Ael.VH2.41
, etc. -
89 καταλλάσσω
A change money, Plu.Arat. 18, etc. (also in [voice] Med., D.19.114:—[voice] Pass., Matreas ap.Ath.1.19b, with a play on signf. 11); change or give away, τὴν Χάριν τῶν νόμων for the laws, Din.3.21 (s. v. l.); καταλλάσσειν τὸν βίον to leave life, Ael.VH5.2.b abs., transgress, contravene regulations, IG5(2).3.2 ([place name] Tegea).2 [voice] Med., exchange one thing for another,ἡδονὰς πρὸς ἡδονάς Pl.Phd. 69a
; ἀντί τινος πάντα ibid., cf. Phld.Vit.Herc.1457.10;βίον πρὸς μικρὰ κέρδη Arist.EN 1117b20
;τι ἐπ' ἀργυρίῳ Hdn. 2.13.6
: abs., exchange prisoners, D.C.Fr.57.36.II change a person from enmity to friendship, reconcile,σφέας Hdt.5.29
, cf. 95, 6.108;κ. τινὰς πρὸς ἀλλήλους Arist.Oec. 1348b9
;θεὸς κόσμον κ. ἑαυτῷ 2 Ep.Cor.5.19
:—[voice] Med., καταλλάσσεσθαι τὴν ἔχθρην τινί to make up one's enmity with any one, Hdt.1.61, cf. 7.145:—[voice] Pass., esp. in [tense] aor. κατηλλάχθην or κατηλλάγην (former preferred by Trag., latter in Prose), to become reconciled, τινι E.IA 1157, X.An.1.6.1, etc.;πρὸς ἀλλήλους Th.4.59
; θεοῖσιν ὡς καταλλαχθῇ Χόλου that he may be reconciled to them after his anger, S.Aj. 744;κ. πρός τινα ἐκ διαφορᾶς Ael.VH2.21
.2 [voice] Pass., of an offence, to be atoned for, (Ilium, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλλάσσω
-
90 παπταίνω
A look about one with a sharp, searching glance,πάντοσε παπταίνων, ὥς τ' αἰετός Il.17.674
;δεινὸν π., αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς Od.11.608
, cf. Il.13.551, etc.;πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί Od. 22.380
;πάπταινε καὶ φρόντιζε A.Pr. 1034
;μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114
: folld. by a relat. clause,πάντοσε παπταίνων, μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ Il.13.649
, cf. A.Pr. 336; πάπτηνεν δὲ ἕκαστος, ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον looked about [to see] how.., Il.16.283;πάπτηνεν.., εἴ τις ἔτ' ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Od.22.381
: with Preps.,ἀμφὶ ἓ παπτήνας Il.4.497
, 15.574; ; ;π... κατὰ στίχας 17.84
;πάντῃ π. πρὸς πέτρην Od.12.233
;πάντοσε π. ποτὶ τοίχους 22.24
; π. μεθ' ὁμήλικας look wistfully after his comrades, Hes.Op. 444;πρὸς αὐγάς Parm.15
;εἴσω τῆσδε π. πύλης S.Aj.11
;ἐς γάμον ἄλλης π. AP 7.700
(Diod.): also in later Prose,π. περὶ εὕρεσιν Onos.3.2
;ἐπὶ θάτερα Plu.Pomp.71
;πρός τινα Id.Ant.37
.II c. acc., look round for, look after,παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Il.4.200
;π. Αἴαντα μέγαν 17.115
;π. τὰ πόρσω Pi.P.3.22
;τὰ μακρά Id.I.7(6).44
; παπτάναις ([dialect] Aeol. [tense] aor. 1 part.) ἀρίγνωτον πέδιλον having set eyes on.., Id.P.4.95;εἱρεσίαν ἀδάητον ἔτ' ὄθμασι Hymn.Is.157
; τὸν δ' ἀγρίοις ὄσσοισι π. glaring at him, S.Ant. 1231.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παπταίνω
-
91 περιλιχμάομαι
περιλιχμ-άομαι,=foreg.,Aγλώσσῃ γένειον Theoc.25.226
, cf. Arat.1115, Phylarch.27 J., Luc. Merc.Cond.34, DDeor.12.2 : in pass.sense, Pl.Ax. 372a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιλιχμάομαι
-
92 προπέμπω
A send before, send forward or forth,πρό μ' ἔπεμψεν ἄναξ Il.1.442
;εὖτέ μιν εἰς Ἀΐδαο.. προὔπεμψεν 8.367
, cf. Od.17.54, 117, 24.360;π. κήρυκας Hdt.1.60
, cf. 4.33 ([voice] Pass.), 121, Th.1.29, S.El. 1158, etc.;π. πρὸ τοῦ στρατεύματος ἄνδρας X.Cyr.2.4.23
:—[voice] Med., ib.5.3.53, An.7.2.14:—[voice] Pass., impers.,προπέπεμπται Th.7.77
.b with a thing for the object,τινὶ φήμας π. S.El. 1155
; afford, furnish,Id.
Ph. 1205 (lyr.);π. ἄχη
cause,Id.
Ant. 1287 (lyr.).2 of things, send forth,σποδὸς π. πίονας πλούτου πνοάς A.Ag. 820
; .II conduct, escort, esp. a departing traveller, Hdt.1.111,3.50, S.OC 1667, Antipho1.16, Thphr. Char.5.2, etc.;τινὰ ἐς δόμους A.Pers. 530
;νύμφην π. X.HG4.1.9
, etc.; π. τινὰ χθονός from the land, E. Hipp. 1099;π. τινὰ μέλεσιν καὶ μολπαῖσιν Ar.Ra. 1525
(anap.);π. τινὰ τοῖς ἵπποις X.An.7.2.8
;τοῖς προπέμπουσι καμήλοις Πολύκαρπον PFlor. 206.2
(iii A. D.); esp. follow a corpse to the grave,τινὰ ἐπὶ τύμβῳ A. Th. 1064
(anap.); ; τιμὰς π. θεοῖς carry offerings in procession, A.Pers. 622: jocosely, τὸν ἕνα ψωμὸν ἑνὶ ὄψῳ π. let one piece of bread be attended by one condiment, X.Mem.3.14.6:—[voice] Pass., Isoc.4.148; of a funeral procession,- πεμφθέντες κοινῇ ὑπὸ τῆς πόλεως Pl.Mx. 236d
; πανδημεὶ προπεμπομένους ἐπὶ θάνατον, of the Minotaur's victims, Isoc.10.27;ὑπὸ ποιητικῆς ἐπὶ φιλοσοφίαν Plu.2.37b
.2 pursue, X.HG7.2.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπέμπω
-
93 σβέννυμι
σβέννῡμι, Hdt.2.66, Pl.Lg. 835e, etc.; [full] σβεννύω, Pi.P.1.5, Hp.Acut. 54, Thphr.Ign.19, etc.: [tense] impf.Aἐσβέννυον Paus.4.21.4
: [tense] fut. σβέσω App BC2.68, ([etym.] κατα-) A.Ag. 958, E.IT 633; [dialect] Ep. σβέσσω Orac. ap. Hdt. 8.77, Theoc.23.26: [tense] aor.ἔσβεσα Il.16.293
(tm.), S.Aj. 1057, Ar.Av. 778 (lyr.); [dialect] Ep. inf.σβέσσαι Il.16.621
; [dialect] Ion. inf.κατα-ς βῶσαι Herod. 5.39
: [tense] pf. and [tense] aor. 2, v. infr.:—[voice] Med., [tense] fut. σβήσομαι ([etym.] ἀπο-) Pl.Lg. 805c: [tense] aor.σβέσαντο Q.S.1.795
:—[voice] Pass., Hes.Op. 590: [tense] fut.σβεσθήσομαι Gal.7.17
: [tense] aor.ἐσβέσθην Hp.Acut.
(Sp.) 26, ([etym.] κατ-) X.HG5.3.8; [dialect] Ep.συν-έσβετο Opp.H.2.477
, etc.: [tense] pf.ἔσβεσμαι Longin.21.1
, Ael.NA9.54, etc., ([etym.] ἀπ-) Hp.Int.43:—besides these, [tense] aor. 2 and [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act. are used intr.,ἔσβην Il.9.471
, ([etym.] ἀπ-) E.Fr. 971, ([etym.] κατ-) Hdt.4.5; imper. σβῆτε (trans.) Sophr. in Stud.Ital.10.123; part.ἀπο-σβείς Hp.Epid.4.31
: [tense] pf. ἔσβηκα ([etym.] ἀπ-) X.Cyr.8.8.13, ([etym.] κατ-) A.Ag. 888: [tense] plpf. ἐσβήκει ([etym.] ἀπ-) Pl.Smp. 218b:—quench, put out, used by Hom. in the literal sense only in compd. κατα-σβέννυμι (q.v.);σ. τὸ καιόμενον Hdt.2.66
;κεραυνόν Pi.P.1.6
;φλόγα Th.2.77
, A.R.4.668.3 generally and metaph., quench, quell, check,κεῖνός γ' οὐκ ἐθέλει σβέσσαι χόλον Il.9.678
;ἀνθρώπων σβέσσαι μένος 16.621
;ὕβριν Simon.
( 132) ap.Hdt.5.77, cf. Orac. ap. eund.8.77, Heraclit.43, Pl.Lg. 835e; ;ὡς φόνῳ σβέσῃ φόνον E.HF40
;ἔσβεσε κύματα νήνεμος αἴθρη Ar.Av. 778
;σ. αὔξην καὶ ἐπιρροήν Pl.Lg. 783b
; τὸν θυμόν ib. 888a; καῦμα (in the bowels) Hp.Acut.54;ὁ βορέας σ. τὴν θερμότητα Arist.Mete. 347b4
; λιθάργυρον ὄξει ἢ οἴνῳ ς. cooling it, Dsc.5.87; ὕδατι δίψαν ς. A.R.3.1349; σ. τυραννίδα Epigr. ap. Plu.Lyc.20;κλέος AP9.104
(Alph.); Ἑλλάδα φωνήν ib. 451; regard as extinguishable,ταύτας τὰς δυνάμεις Plot.6.4.10
.II [voice] Pass. σβέννυμαι (with intr. tenses of [voice] Act., v. supr.), to be quenched, go out, of fire,οὐδέ ποτ' ἔσβη πῦρ Il.9.471
; of inflamed pustules, go down, disappear, Hp.Acut. (Sp.) 26; ἰχθύων.. ᾠὰ μετὰ ἁλῶν σβεσθέντα (s.v.l.)καὶ ἐποπτηθέντα Diph.Siph.
ap. Ath.3.121c: metaph. of men, become extinct, die, AP 7.20 (Simon.?); of a city, ib.9.178 (Antiphil.).2 of liquids, run dry, ;πηγαί AP9.128
;αἷμα Plu.2.49d
; αἶγες σβεννύμεναι goats which are going off their milk, Hes.Op. 590.3 generally, to be quelled or lulled, of wind,οὐδέ ποτ' ἔσβη οὖρος Od.3.182
; of sound,σβέννυτο θωρήκων ἐνοπή Tryph.10
: metaph.,τὸ μάχιμον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως Plu.Pomp.8
; ἐσβέσθη Νίκανδρος his charm is quenched, AP12.39; of an orator, D.H.Pomp. 4;ἐσβέσθη τὰ φίλτρα AP7.221
, cf. Philostr.VA1.33, Longin.21.1; of legal proceedings, to be cancelled,διὰ τὸ ἐσβέσθαι πᾶν σπέρμα δίκης PMonac.1.43
(vi A.D.). (I.-E. zg[uglide]es-, cf. ζείναμεν· σβέννυμεν, Hsch., Lith. gèsti 'to be extinguished'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σβέννυμι
-
94 τιτρώσκω
τιτρώσκω, Hp.VC11 ([voice] Act. and [voice] Pass.), Pl.Phlb. 13c, X.Cyr.5.4.5; [dialect] Ep. [tense] pres. [full] τρώω (v. infr. 3); [tense] fut.Aτρώσω Thgn.1287
, Hp.Mul.2.133, E.Cyc. 422, ([etym.] κατα) X.HG2.4.15: [tense] aor.ἔτρωσα Il.23.341
, Pi.N.10.60, Antipho 3.2.4; Cret. [tense] aor. subj. τρωώσῃ, part. τρωωσάντων, Historia 5.219,220 ([place name] Gortyn): [tense] pf.τέτρωκα Ach.Tat.2.22
: [tense] plpf.ἐτετρώκει Philostr. Her.2.18
:—[voice] Pass., [tense] fut.τρωθήσομαι Pl.Cri. 51b
; also in med. formτρώσομαι Il.12.66
: [tense] aor.ἐτρώθην Hp.VC11
, E.Andr. 616: 3 [tense] fut.τετρώσομαι Luc.Nav.37
: [tense] pf. [voice] Pass.τέτρωμαι Hdt.8.18
, Pi.P.3.48, etc.:— wound, Il.23.341, Od.16.293, etc.;χαλκῷ μέλη τετρωμένοι Pi.P.3.48
;θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους A.Th. 242
(for Ag. 868, v. τετραίνω); τὸ ἀκόντιον.. ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4
; τιτρώσκεται τὸν μηρόν is wounded in the thigh, Hdt.6.5;εἰς τὴν γαστέρα X.An.2.5.33
: c. acc. cogn., τρῶσαι φόνον inflict a death- wound, E.Supp. 1205; τετρωμένους καιρίους (v.l. -ίας) .2 generally, damage, injure, τινα Hecat.30 J.; τ. πολλὰς [τῶν νεῶν] Th.4.14;αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι Hdt.8.18
; τ. ᾠόν break it, Arist.HA 562b20.3 metaph., of wine, do one a mischief,οἶνός σε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει Od.21.293
;τρώσει νιν οἶνος E.Cyc. 422
; so of love,ἐπεί μ' ἔρως ἔτρωσεν Id.Hipp. 392
; οἱ καλοὶ τ. X.Mem.1.3.13; of a person, τρώσασαν ἡμᾶς having injured us, E.Hipp. 703;τὰ παραδείγματα ἡμᾶς οὐδὲν τιτρώσκει Pl.Phlb. 13c
;διχοστασίη τρώει γένος Call.Dian. 133
:— [voice] Pass.,τετρωμένος τὴν ψυχήν D.S.17.112
.4 = συνουσιάζω, A.Fr. 44; cf. τρώζω.5 γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην ( τρωσκ- cod. θ ) in childbirth or miscarriage, Hp.Morb.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιτρώσκω
-
95 φεύγω
Aἔφευγον 22.158
, etc., Poet.φεῦγον 9.478
, Tyrt.5.8, Pi.N. 9.13: iter.φεύγεσκον Il.17.461
, Hdt.4.43: [tense] fut.φεύξομαι Il.18.307
, etc.; also φευξοῦμαι in E. and Com., E.Med. 341, 346, Hel. 500, 1041, Ba. 659, Ar.Ach. 203 (cod. R), 1129, Pl. 447, Av. 932 ([etym.] ἀπο-), Men. 283 (but dub. where found in [dialect] Att. Prose, Pl.Lg. 635c, al., D.38.19; φευξεῖται is dub. l. in IPE12.24.11 (Olbia, iv B. C.); [tense] fut. [voice] Act. ἐκ-φεύξω only late, v.l. in Aesop.349b, cf. Chambry ii p.479): [tense] aor. ἔφῠγον, [dialect] Ion.φύγεσκον Od.17.316
: [tense] pf.πέφευγα Hdt.7.154
codd. (v. infr.11.1a); opt.πεφεύγοι Il.21.609
(ἐκ-πεφευγοίην S.OT 840
), part.πεφευγότες Od.1.12
; part. [tense] pf. [voice] Pass. πεφυγμένος in act. sense, Il.6.488, Od.1.18, etc. (in pass. sense, Epicur.Fr. 423); [dialect] Ep. πεφυζότες (cf. φύζα) Il.21.6, 528, 532, 22.1, later sg. ; [dialect] Aeol. πεφύγγων, v. φυγγάνω:—[voice] Med., μὴ φεύγησθε Anon.Hist. in PLit.Lond. 115: [tense] aor. 1 δια-φεύξασθαι Decr.Ath. in Hp.Ep.25.I abs., flee, take flight, opp. διώκω, Il.22.157, etc.;βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον 2.665
;πῇ φεύγεις; 8.94
;πόσε φεύγετε; 16.422
;ποῖ φύγωμεν.. χθονός; A.Supp. 777
(lyr.);ποῖ τις οὖν φύγῃ; S.Aj. 403
(lyr.);ἐνθένδε ἐκεῖσε φ. Pl.Tht. 176b
: with Preps.,φ. ἀπό τινος Od.12.120
; , etc.; ἐκ πολέμοιο, ἐκ θανάτοιο, Il.7.118, 20.350;ἐκ κακῶν πεφευγέναι S.Ant. 437
, cf. Hdt.1.65;ὑπὲκ κακοῦ Il.15.700
, cf. 17.461 (rarely c. gen. only, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων (v. infr. 11) Od.1.18;τῆς νόσου πεφευγέναι S.Ph. 1044
);φ. ἐς πατρίδα γαῖαν Il. 2.140
, 159, al.; ἐπὶ Σάρδεων, ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα, X.Cyr.7.2.1, Ages. 2.11;πρὸς τὸ ὄρος Id.HG3.5.19
; (lyr.);ὑπὸ δελφῖνος ἰχθύες φ. Il.21.23
, cf. 554 (cf. infr. 111.2): c. acc. cogn., φύγε λαιψηρὸν δρόμον ran the course full swiftly, Pi.P.9.121;τίνα φυγὴν φευξούμεθα; E.Hel. 1041
; φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (sc. ὁδόν) flee by the shore route, Hdt.4.12; cf. infr. 111; for φυγῇ φεύγειν, v. infr. 11.1,φυγή 1.1
.2 [tense] pres. and [tense] impf. tenses prop. express only the purpose or endeavour to get away: hence part. φεύγων is added to the compd. Verbs καταφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, to distinguish the attempt from the accomplishment, βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ it is better that one should flee and escape than stay and be caught, Il.14.81;φεύγων ἐκφεύγει Hdt.5.95
, cf. Ar.Ach. 177;φ. καταφυγεῖν Hdt.4.23
.3 φ. εἰς .. have recourse to.. take refuge in..,ἐς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας E.Hipp. 1076
.4 c. inf., shun or shrink from doing, Hdt.4.76, Antipho 1.13, Pl.Ap. 26a; with inf. omitted, shrink back,S.
Ant. 580.II c. acc., flee, avoid, escape,Ἕκτορα Il.11.327
, etc.;φ. τινὰ ἐκ μάχης Hdt.7.104
;φ. ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας Id.4.12
;φ. θάνατον Il.1.60
;ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Od.1.11
; ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον, formula used by μύσται, D.18.259; with modal dat., φ. ὄνειδος λόγοις, ἀμαχανίαν ἔργῳ, Pi.O.6.90, P.9.92; avoid, shun,χρὴ.. φεύγειν τὰ παχύνοντα Gal.Vict.Att.12
; , cf. 46, al.; φόνον φ. flee the consequences of the murder, E.Med. 796;αἷμα συγγενὲς φ. χθονός Id.Supp. 148
;τὰν Διὸς μῆτιν φ. A.Pr. 906
(lyr.);ὀσμὴν.., μὴ βάλῃ, πεφευγότες S.Ant. 412
;φεύγων φυγῇ τὸ γῆρας Pl.Smp. 195b
;ἐς πόντον.. φύγε πέτρας νηῦς Od. 10.131
; οὐδεμία [πόλις] πέφευγε (sed fort. leg. ἀπέφυγε) δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος at the hands of.., Hdt.7.154: part. [tense] pf. [voice] Pass. also retains the acc. in Hom. in periphrastic phrases, ;πεφυγμένον ἔμμεν ὄλεθρον Od.9.455
; , cf. h.Ven. 34:—but in pass. sense, τὸ πάραυτα πεφυγμένον κακόν Epicur.l.c.2 of things, escaped, slipped from his hands,Il.
23.465; , cf. 11.128; τὸ φεῦγον the part which slips, X.Eq. 10.9, cf. Hp.Off.9, Gal.18(2).735: c. dupl. acc.,ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων Il.4.350
, Od.1.64, etc.b of wine, 'go off', turn sour, Gp.7.7.8.III flee one's country, Il. 9.478, Od.13.259; οἱ φεύγοντες the exiles, Th.1.24, X.Ages.7.6;πατρίδα φ. Od.15.228
, X.Cyr.3.1.24;τὴν αὑτοῦ Th.5.26
;ἅπασαν τὴν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα IG12.10.30
;φ. ἐξ Ἄργεος Od.15.224
, cf. Th.8.85; ἐξ Ἀθηνέων, ἐκ τῆς πατρίδος, Hdt.6.103, X.An.1.3.3.2 φ. ὑπὸ Σκυθέων to be expelled, driven out by.. Hdt.4.125: but esp. to be exiled,φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Id.5.30
, X.HG1.1.27; φ. ἐξ Ἀρείου πάγου by their sentence, Din.1.44: also c. acc.,φ. Πεισιστρατίδας Hdt. 5.62
.3 abs., go into exile, live in banishment, A.Ag. 1668 (troch.), Antipho 2.2.9, Pl.Mx. 242b;δύο ἔτη φευγέτω Id.Lg. 867c
; φ. ἀειφυγίαν to be banished for life, ib. 871d, al.; , cf. 24 (Amphipolis, iv B. C.); but alsoἐν ἀειφυγίᾳ Pl.Lg. 877e
; ; φεύγοντες being in exile, opp. having gone into exile,Lys.
14.33; with play on words, "μέχρι τίνος φεύξῃ, Ἀρκαδίων; καὶ ὅς, ἔς τ' ἂν τοὺς ἀφίκωμαι οἳ οὐκ ἴσασι Φίλιππον" Duris 3 J.IV as law-term (mostly in [tense] pres. and [tense] impf., but cf. Lys.12.4 (v. infr.)), to be accused or prosecuted at law: ὁ φεύγων the accused, defendant, Ar.V. 893, Pl.R. 405b, etc.; opp.διώκω, οὔτε φεύγων ἁλοὺς οὔτε διώκων ἡττηθείς D.23.66
; c. acc., φ. γραφάς, δίκην, Ar.Eq. 442 (lyr.), Nu. 167;ὑπό τινος δίκας φ. Pl.Ap. 19c
, cf. D.49.1;οὐδενὶ πώποτε οὔτε ἡμεῖς οὔτε ἐκεῖνος δίκην οὔτε ἐδικασάμεθα οὔτε ἐφύγομεν Lys.
l. c.;φ. ἀπολογίας Aeschin.3.201
; the crime being added in gen.,φόνου δίκην φ. Antipho 5.9
;γραφὰς φ. παρανόμων D.18.235
; more freq. c. gen. only, φ. φόνου to be charged with murder, Lys.10.31, Lycurg.133, etc.;φ. δειλίας Ar. Ach. 1129
; (anap.); with gen. of the penalty,ἐὰν.. φεύγῃ δεσμῶν OGI218.92
(Ilium, iii B. C.); alsoπερὶ θανάτου φ. Antipho 5.95
;φ. ἐπὶ μηνύσει τινός And.1.18
; ἀσεβείας φ. ὑπό τινος is accused of impiety by.., Pl.Ap. 35d; rarely of things, τὸ φεῦγον ψήφισμα the decree that is on its defence, the decree in question, D.23.58:—in Hdt.7.214 αἰτίην φ. has the older sense, flee from a charge, quit one's country on account of a charge.2 plead in defence, δεῖ τοί σε φεύγειν.. ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος [οἱ νόμοι] A.Supp. 390; ἔφευγε μὴ εἰδέναι pleaded ignorance, S.Ant. 263, (Cf. Lat.fugio, Goth. biugan 'bend', etc.) -
96 ἀνακηρύσσω
A proclaim by voice of herald, publish abroad,φόνον τὸν Λαΐειον S.OT 450
:—[voice] Pass.,μὴ ἀνακηρυχθῇ ἡ βδελυρία εἰς πόλιν Aeschin.1.160
.2 c. acc. pers., proclaim as conqueror,τοὺς νικῶντας Ar.Pl. 585
:—[voice] Pass.,ἀνακηρυχθῆναι Hdt.6.103
, cf. Th.5.50; of slaves, ([place name] Calymna).II put up to auction, Hdt.1.196.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακηρύσσω
-
97 ἀπαγγέλλω
A- έω Simon.5.18
: [tense] aor. 1 [suff] ἀπαγγ-ήγγειλα: [tense] pf.- ήγγελκα Plu.Fab.16
:—[voice] Pass., [tense] pf. : [tense] aor.- ηγγέλθην Hdt.2.121
.e/, E.Hec. 672, later- ηγγέλην Plu.Galb.25
:1 of a messenger, bring tidings, report,τινί τι Il.9.626
, etc., Pi.P.6.18, Hdt.3.25, etc.;τι πρός τινα A.Ch. 266
, X.An.6.3.22, etc.; ἀ. εἰς τὴν Ἑλλάδα, εἰς τὸ στρατόπεδον, ib.2.4.4, 6.4.25; τὰ παρά τινος ib.2.3.4;ταῦτα περί σου οἴκαδε Pl.Men. 71c
, cf. Hp. de Arte11, Th.4.122; ἀ. ἡδονάς, φόνον, E.IT 642, Andr. 1241: folld. by relat. clause,ἐκέλευε τὸν ἄγγελον ἀπαγγέλλειν ὅτι.. Hdt.1.127
, cf. X.An.2.3.5;ἀ. ὡς.. Lys.9.6
: abs.,πάλιν ἀ.
bring back tidings, report in answer,Od.
9.95: —[voice] Pass., ἐξ ὧν.. ἀπηγγέλλετό μοι as he was reported to me, D.21.25: c. part., ἀπηγγέλθη.. ὁ νέκυς ἐκκεκλεμμένος was reported to have been stolen away, Hdt.2.121.έ.2 of a speaker or writer, report, relate,ὄψις ἀπαγγέλλει Id.1.210
, cf. Arist.Rh. 1417b9, Po. 1448a21, D.H. Comp.20;ὧν ὁ παθὼν ἔνια.. οὐδ' ἂν ἀπαγγεῖλαι δύναιθ' ἑτέρῳ D.21.72
; describe, Hp.Prorrh.2.3 ([voice] Pass.), cf. Plu.Fab.16; [Ῥωμαίους] ἡττημένους ὑπὸ τοῦ συγγραφέως ἀπηγγέλθαι Plb.1.15.11
.3 recite, declaim, Chor.in Rev.Phil.1.220.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαγγέλλω
-
98 ἐξεγείρω
A awaken, S.OT65, Tr. 978:—[voice] Pass., to be awaked,ὑπαὶ κώνωπος A.Ag. 892
; wake up, Hdt.1.34, E.Or. 1530: [tense] aor.2 [voice] Med.ἐξηγρόμην Ar.Ra.51
; [dialect] Ep.[ per.] 3pl.ἐξέγροντο Theoc.24.21
; [ per.] 3sg.ἐξέγρετο Hsch.
; inf.ἐξεγρέσθαι Pl.Smp. 223c
; ἐξεγρόμενος ibid.: so also [tense] pf. [voice] Act.ἐξεγρήγορα Ar.Av. 1413
: [ per.] 2sg. [tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐξέγρης· ἐξηγέρθης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξεγείρω
-
99 ἐρεύγομαι
Aἐρεύξομαι Hp.Mul.1.41
: [tense] aor.1ἠρευξάμην Procop.Goth.2.4
: [tense] aor. 2 , Nic. Al. 111:—belch out, disgorge, c. acc.,ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος Il.16.162
; : abs., belch,ἐρεύγετο οἰνοβαρείων Od.9.374
, cf. Hp. Morb.2.69, Arist.Pr. 895b12.2 metaph., of volcanoes,ἐρεύγονται πυρὸς παγαί Pi.P.1.21
, cf. Procop.Goth.4.35 ; of a river, discharge itself,ἐς τὴν θάλασσαν App.Mith. 103
, cf. Alc.Supp.11.3: c. acc. cogn., ἐρεύγονται σκότον..νυκτὸς ποταμοί, of the rivers of hell, Pi.Fr. 130.8 ;κόλπος ἀφρὸν ἐρευγόμενος D.P.539
, cf. LXXLe.11.10 ; ἵππος ἐρεύγεται ἄνδρα, as the description of a Centaur, APl.4.115.3 blurt out (cf. ἐξερυγγάνω), belch forth, utter,ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα LXXPs.18(19).2
;ἐρεύξομαι κεκρυμμένα Ev.Matt.13.35
. (Cf. Lat. ērūgère, Lith. riáugèti 'belch'.)------------------------------------A bellow, roar,ἤρυγεν, ὡς ὅτε ταῦρος ἤρυγεν Il.20.403
; τόν γ' ἐρυγόντα λίπε..θυμός ib. 406 ; ὅσον βαθὺς ἤρυγε λαιμός roared to the full depth of his throat or voice, Theoc.13.58 ; of the sea, ἀμφὶ δέ τ' ἄκραι ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω the headlands echo to the roar of the sea, Il.17.265 ;κῦμα..δεινὸν ἐρευγόμενον Od.5.403
; ἐρεύγεται ἤπειρόνδε ib. 438 (cf.βοάω 1.2
):—so in later Gr.,λέων ἐρεύξεται LXXHo.11.10
,Am.3.8 ; σκύμνος ἐρευγόμενος ib.1 Ma.3.4 ; with v.l. ὠρύομαι, ib.Ez.22.25 ; cf. προσερεύγομαι. (Cf. Lat. rūgio 'roar'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεύγομαι
-
100 ῥύσιον
A surety, pledge.I property held or seized as a pledge or compensation, ῥύσι' ἐλαυνόμενος driving off his cattle in distraint, Il.11.674;ῥύσια δόντες Sol.11.3
(v.l. ῥύματα protection); μεῖζον ῥύσιον πόλει θήσεις· ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν, i.e. Oedipus shall himself be seized, not his daughters alone, as a pledge or surety to Thebes, S.OC 858; ἐπαγέτω ῥύτιον δέκα στατήρων shall impose a pledge of ten staters, SIG l.c.;ῥύσιον θεὶς τὸν παῖδα J.BJ1.14.1
; ῥύσια κατὰ τῶν πολεμίων ἄγων ib.1.19.2; ῥύσια τῶν χρημάτων καὶ τῶν παρ' ἐκείνοιςλῃστῶν ἐποιεῖτο Id.AJ16.9.2
; τῆς προθεσμίας παρελθούσης ῥύσια λαμβάνειν ib.16.10.8;ῥύσια καθέξοντες ἀνθ' ὧν.. ἀφείλοντο.. Ῥωμαῖοι χρημάτων D.H.5.33
.2 stolen property taken back as compensation for the theft,τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε A.Ag. 535
; ῥυσίων ἐφάπτορες laying hands on alleged stolen property, Id.Supp. 728, cf. 412.II reprisals, φόνον φόνου ῥύσιον τείσω suffer death as reprisals for death, S.Ph. 959; ῥύσια κατήγγειλαν τοῖς Ῥοδίοις proclaimed reprisals, Plb.4.53.2; κατὰ ῤῥύσιον by way of distraint or reprisals, IG12(2).15.19 (Mytil., iii B.C.); but κατὰ ῥύσιον prob. in search of persons to seize and hold to ransom, ib.12(5).653.11 (Syros, i B.C.).2 ῥύσια, τά, the right of reprisals,ᾐτοῦντο ῥύσια τοὺς Ἀ χαιοὺς οἱ Δήλιοι κατὰ τῶν Ἀθηναίων Plb.32.7.4
; ἀπέδωκε τοῖς αἰτουμένοις τὰ ῥ. κατὰ τῶν Βοιωτῶν granted the right of reprisals against.., Id.22.4.13.III ῥύσια, τά (cf. ῥύσιος), restitution, deliverance,Ἔπαφος ἀληθῶς ῥυσίων ἐπώνυμος A.Supp. 315
.
См. также в других словарях:
PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen … Hofmann J. Lexicon universale
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… … Hofmann J. Lexicon universale
βούτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αθηναίος ήρωας, αδελφός του Ερεχθέα, μέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας. Νυμφεύτηκε την ανιψιά του Χθονία, κόρη του Ερεχθέα, και έγινε γενάρχης των Βουταδών. 2. Αργοναύτης. Όταν η Αργώ περνούσε μπροστά στις Σειρήνες … Dictionary of Greek
εναλλάσσω — (AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω) νεοελλ. 1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά 2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής 3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά 4. (αμτβ.) αντικαθιστώ 5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, η, ο 1. αυτός… … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
HOMICIDII Causa — Athanis in Areopago disceptari olim solita est, ex lege, Δικάζειν δὲ την` βουλην` εν Α᾿ρείῳ πάγῳ φόνου καὶ τραύματος ἐκ προνοίας καὶ πυρκαίας καὶ φαρμάκων ἐάν τις ἀποκτείνῃ δοὺς, Senatus Areopagiticus ius dicito de caede, aut vulnere, non casu,… … Hofmann J. Lexicon universale
δη — δή (Α) (μόριο) 1. χρον. σ αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» πέρασαν ήδη εννιά χρόνια δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ ἦμαρ» αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα ε. «τόδε δή» αυτή τη στιγμή ακριβώς) 2.… … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek