-
1 τάφους
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τάφους
-
2 αναχωννυμι
-
3 αποδεικνυμι
тж. med.1) показывать(ἱρὸν ἀρχαῖον Her.; τάφους καὴ ξυγγένειαν Thuc.; med. ἔργα θαυμαστὰ τόλμης Plut.)
2) предъявлять, представлять, приводить(μαρτύρια Her.)
ἀ. ὅ τι δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν Thuc. — дать отчет обо всем, что поддается учету3) объявлять, назначать, устанавливать, провозглашать(τινὰ στρατηγόν Her., Xen., Plut.: ἐκκλεσίαν Dem.)
ἀπεδείχθη διάδοχος Plut. — он был объявлен (престоло)наследником;ἀποδείκνυσθαι τέν γνώμην Her., Thuc. — высказывать свое мнение;νόμον ἀποδεῖξαι Lys. — обнародовать закон;ἀνδραγαθίη ἀποδέδεκται … Her. — считается доблестью …;ἀποδεδειγμένοι ἦσαν, ὅτι τὸ τέλος καλὸν ἔσται Xen. — они заявили, что (все) кончится благополучно4) производить на свет, рождать(παῖδας Her., παιδάρια Isocr.)
5) превращать, делатьἀποδεῖξαί τινα ὑγιέα ἐόντα Her. — исцелить кого-л.;
τὰς ἔν τινι ἐλπίδας κενὰς ἀποδεῖξαι Polyb. — разрушить чьи-л. надежды;ἀποδεῖξαί τινα τὰ ἐπιτήδεια ἔχοντα Xen. — снабдить кого-л. предметами первой необходимости;γέλωτα ἀ. τινά Plat. — поднять кого-л. на смех6) воздвигать, строить, посвящать(τέμενός τινι Her.; τὸ θέατρον Plut.)
νεὼς ἀποδέδεικται αὐτοῖς Luc. — в их честь воздвигнут храм7) обнаруживать, доказывать(ἦθος τὸ πρὸς τοκέων Aesch.)
ψευδόμενόν τι ἀποδεῖξαι Her. — изобличить лживость чего-л.;πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι Xen. — заведомые (явные) враги;ἀ., ὡς δυνατὰ ταῦτα γίγνεσθαι Plat. — доказывать, что возникновение этого возможно -
4 κυλινδω
атт. κυλινδέω (fut. κυλίσω с ῑ - Anth. тж. κυλινδήσω, aor. ἐκύλῑσα; pass.: aor. ἐκυλίσθην, pf. κεκύλισμαι)1) катить, кружить, крутить(μέγα κῦμα Hom.; θῖνα Soph.; κυλινδομένη φλόξ Pind.; τροχὸς κυλίνδεται Arst.)
νεφέλαι κυλινδόμεναι Arph. — клубящиеся облака2) катать, скатывать(λίθους, ὁλοιτρόχους Xen.; ἐκ δίφρων κυλισθείς Soph.; перен. ἁμέραι κυλινδόμεναι Pind.)
πέδονδε κυλίνδετο λᾶας Hom. — камень (Сизифа) скатывался на равнину;πῆμα κ. τινί Hom. — обрушить беду на кого-л.;κλαίων τε κυλινδόμενός τε Hom. — плача и катаясь (по земле);μεταξύ που κυλίνδεσθαι τοῦ τε ὄντος καὴ τοῦ μέ ὄντος Plat. — болтаться где-то между бытием и небытием3) med. странствовать, бродить(κατὰ τὰς νάπας Xen.; περὴ τὰ μνήματα καὴ τοὺς τάφους Plat.)
ἐλπίδας ἐξ ἐλπίδων κ. Plut. — переходить от надежды к надежде;ἐν δικαστηρίοις κ. Plat. — шататься по судам;τοὔνομά τινος ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Arph. чьё-л. — имя передается из уст в уста ( точнее носится по рынку)4) pass. досл. валяться, перен. коснеть(ἐν ἀμαθίᾳ Plat.)
κ. ἐν πότοις Plut. — проводить жизнь в пьянстве -
5 νεοω
(только aor. ἐνέωσα) (воз)обновлять, восстанавливать (med. τάφους Anth.)νέωσον εὔφρον΄ αἶνον Aesch. — повтори (свои) благосклонные слова
-
6 ξυγχεω
(impf. συνέχεον - эп. σύγχεον, aor. συνέχεα - эп. σύγχεα и συνέχευα)1) сливать воедино, соединять(τὰ διακεκριμένα Plat.)
2) смешивать(τὰς ψήφους Isae.)
3) приводить в замешательство, спутывать(τὰς τάξεις Polyb.)
4) запутывать, спутывать(τοὺς στήμονας Plat.)
ἡνία σύγχυτο Hom. — поводья спутались;ἥ φωνέ συγκεχυμένη Diod. — нечленораздельные звуки5) разрушать, уничтожать(τοὺς τάφους Her.; δῶμα Eur.; συγχεῖ πανθ΄ ὅ χρόνος Soph.)
6) сводить на нет, делать напрасным(πολὺν κάματον Hom.)
7) стирать, изглаживать(τὰ γράμματα Eur.)
συγκεχυμένον μέλαν Arst. — полустертое черное пятно8) смущать, ставить в тупик(θυμόν Hom.; τινά Her.; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο Hom.)
τί συγχυθεῖσ΄ ἕστηκας ; Eur. — отчего ты в смущении остановилась?9) нарушать(ὅρκους Eur.; τὰ νόμιμα Her.)
10) расстраивать, потрясать, подрывать(τέν πολιτείαν Dem.)
11) опрокидывать, переворачивать(ἄνω κάτω τὰ πάντα Eur.)
12) разжигать, возбуждать(πόλεμον Polyb.; τὸν ὄχλον NT.)
-
7 συγχεω
(impf. συνέχεον - эп. σύγχεον, aor. συνέχεα - эп. σύγχεα и συνέχευα)1) сливать воедино, соединять(τὰ διακεκριμένα Plat.)
2) смешивать(τὰς ψήφους Isae.)
3) приводить в замешательство, спутывать(τὰς τάξεις Polyb.)
4) запутывать, спутывать(τοὺς στήμονας Plat.)
ἡνία σύγχυτο Hom. — поводья спутались;ἥ φωνέ συγκεχυμένη Diod. — нечленораздельные звуки5) разрушать, уничтожать(τοὺς τάφους Her.; δῶμα Eur.; συγχεῖ πανθ΄ ὅ χρόνος Soph.)
6) сводить на нет, делать напрасным(πολὺν κάματον Hom.)
7) стирать, изглаживать(τὰ γράμματα Eur.)
συγκεχυμένον μέλαν Arst. — полустертое черное пятно8) смущать, ставить в тупик(θυμόν Hom.; τινά Her.; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο Hom.)
τί συγχυθεῖσ΄ ἕστηκας ; Eur. — отчего ты в смущении остановилась?9) нарушать(ὅρκους Eur.; τὰ νόμιμα Her.)
10) расстраивать, потрясать, подрывать(τέν πολιτείαν Dem.)
11) опрокидывать, переворачивать(ἄνω κάτω τὰ πάντα Eur.)
12) разжигать, возбуждать(πόλεμον Polyb.; τὸν ὄχλον NT.)
-
8 συγχοω...
συγχόω...συγχώννυμι, συγχόω(fut. συγχώσω; pf. pass. συγκέχωσμαι)1) засыпать землей, заваливать(τοὺς τάφους, τὰ ὕδατα Her.)
2) насыпать, возводить(τὸ μνῆμα Plut.)
3) зарывать, хоронить(τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ Plut.)
4) срывать, разрушать5) смешиватьσ. κῦμα πόντου τῶν τ΄ ἄστρων διόδους Aesch. — смешивать морские валы с путями звезд, т.е. ставить весь мир вверх дном
-
9 συγχωννυμι
συγχώννυμι, συγχόω(fut. συγχώσω; pf. pass. συγκέχωσμαι)1) засыпать землей, заваливать(τοὺς τάφους, τὰ ὕδατα Her.)
2) насыпать, возводить(τὸ μνῆμα Plut.)
3) зарывать, хоронить(τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ Plut.)
4) срывать, разрушать5) смешиватьσ. κῦμα πόντου τῶν τ΄ ἄστρων διόδους Aesch. — смешивать морские валы с путями звезд, т.е. ставить весь мир вверх дном
См. также в других словарях:
Τάφους — Τάφος funeral rites fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφους — τάφος 1 funeral rites masc acc pl τάφος 2 astonishment neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek