Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ὅρκους

См. также в других словарях:

  • Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκους — Ὅρκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκους — ὅρκος the object by which one swears masc acc pl ὁρκόω make imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκους δ’ ἐγὠ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — См. По воде писать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • APHRODITE — Graecis Venus dicta, ab ἀφρὸς, quod est spuma, nam de spuma maris natam ferunt. Unde illud Ovidii Ep. 15. Heroid. v. 213. Venus orta mari, mare praestat eunti Tibullus l. 1. Eleg. 2. v. 41. Nam fuerit quicumque loquax, is sanguine natan, Is… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

  • τέφρα — η, ΝΜΑ, και ιων. και επικ. τ. τέφρη Α το στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά την καύση ορισμένων σωμάτων, στάχτη (α. «η τέφρα τού ξύλου» β. «ἐκκρίνασα τὴν οἷον τέφραν τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν», Γαλ.) νεοελλ. 1. το υπόλειμμα από ανόργανες ύλες το… …   Dictionary of Greek

  • Παλική — Πόλη στο ανατολικό τμήμα της αρχαίας Σικελίας, κοντά στη λίμνη Παλικοί, που ονομάστηκε έτσι από τη λατρεία των δίδυμων θεών Παλικών. Η πόλη ιδρύθηκε το 453 π.Χ. από τον αρχηγό των ιθαγενών Σικελών, Δουκέτιο, που την χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο… …   Dictionary of Greek

  • League of Corinth — For the English amateur fotball league, see Corinthian League (football). Kingdom of Macedon after Philip s II death. The Corinthian League is shown in yellow. The League of Corinth, also sometimes referred to as Hellenic League (original name:… …   Wikipedia

  • клятвы любовные — (иноск.) ненадежные Ср. Я опущусь на дно морское, Я полечу за облака, Я дам тебе все, все земное Люби меня. М.Ю. Лермонтов. Демон. Ср. Тут непременно вы найдете Два сердца, факел и цветки; Тут верно клятвы вы прочтете В любви до гробовой доски. А …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»