-
1 αποκρουω
1) отбивать, отламывать2) преимущ. med. отбивать, отражать, отталкивать(φύλακας τοῦ περιτετειχισμένου κύκλου Xen.; τινὰ ἐν τῇ μάχῃ, τρεῖς προσβολάς Plut.)
3) pass. терпеть крушение, неудачуτοῦ ἵππου ἀποκρούεσθαι Xen. — быть опрокинутым лошадью;
-
2 δοασσατο
[3 л. sing. aor. к *δοάζομαι] impers. показалосьοἱ φρονέοντι δ. κέρδιον εἶναι … Hom. — по размышлении ему показалось, что лучше …;
ὡς ἂν πλήμνη δοάσσεται ἄκρον ἱκέσθαι κύκλου Hom. — так, чтобы казалось, что ступица колеса вплотную коснулась поверхности (меты) -
3 εξελισσω
атт. ἐξελίττω (aor. ἐξείλιξα)1) разворачивать, разматывать(περιβολᾶς σφραγισμάτων Eur.)
2) развертывать(ὅ κύκλος ἐξελιττόμενος Arst.)
; преимущ. воен. развертывать, располагать по фронту(τέν φάλαγγα Xen.)
3) med. развертываясь описывать(ὅ κύκλος ἐξελίττεται γραμμήν Arst.)
4) делать поворот, поворачиваться(ἀπὸ τῶν εὐωνόμων παρὰ τέν γῆν Polyb.; ἐπὴ δεξιά Plut.)
5) огибать, обходить(τέν τάφρον Plut.)
6) вращатьἴχνος ἐ. ποδός Eur. — кружиться в пляске;
τὸν κύκλον ἐ. и ἐξελίττεσθαι κατὰ κύκλου Plut. — совершать круговорот7) гонять вокругἐ. τινὰ κίονος κύκλῳ Eur. — гоняться за кем-л. вокруг столба
8) воен. выводить(τέν δύναμιν τῶν στενῶν Plut.)
9) воен. уходить, отступать(εἰς πεδίον Plut.)
10) развивать, раскрыватьἐ. λόγον Eur. — рассказывать
11) разъяснять, истолковывать(θεοῦ θεσπίσματα Eur.)
-
4 κολλοψ
- οπος ὅ1) колок ( для натягивания струны)κόλλοπα ὀργῆς ἀνεῖναι Arph. — смягчать гнев2) рукоятка, ручка (sc. τοῦ κύκλου Arst.)3) загривок (кожное утолщение на шее быков и свиней, употр. в кулинарии) Arph. -
5 κυκλος
ὅ (pl. иногда τὰ κύκλα)1) круг, окружность(κώνου βάσις κ. ἐστίν Arst.; κύκλον κέντρῳ περιγράψαι Plut.)
κ. νεῶν Thuc. — корабли в круговой колонне;ἱερῷ ἐνὴ κύκλῳ Hom. — в священном кругу, т.е. на площади совещаний;κ. τυραννικός Soph. — круг, т.е. собрание вождей;κ. ἀγορᾶς Eur. — круглая площадь (для народных собраний);κύκλῳ Hom., Her. и ἐν κύκλῳ Soph., Plat. — кругом, вокруг (см. тж. κύκλῳ)2) (pl. τὰ κύκλα) колесо(χρύσεα Hom.)
3) обруч, обод, кольцо(ἀσπίδος Aesch.)
4) свод(αἰθέρος HH.; τοῦ οὐρανοῦ Her.)
ὅ ἄνω κ. Soph. — небесная высь;βάθος κύκλου Arph. — небесная глубь;νυκτὸς κ. Soph. — ночной небосвод5) круг, диск(ἡλίου Aesch.)
πανσέληνος κ. Eur. — полная луна6) круговая стена, крепостные стены(Ἀθηνέων Her.; τοῦ ἄστεος Dem.)
7) (тж. ὄμματος κ. Soph.) око, глаз(τὰ πάντ΄ ἰδόντες ἀμφ΄ ἐμοῦ κύκλοι Soph.)
8) круговой путь, орбитаκύκλον ἰέναι Plat. — двигаться по кругу
9) круговое движение, круговорот, круговращение, цикл(κ. τῶν ἀνθρωπηΐων ἐστὴ πρηγμάτων Her.)
ἐνιαυτοῦ κύκλον Eur. — в течение круглого года;ἑπτὰ ἐτῶν κύκλοι Eur. — семь (полных) лет;ἥ κύκλῳ καὴ ἐξ ἀλλήλων ἀπόδειξις Arst. лог. (лат. circulus in demonstrando или circulus vitiosus) — порочный круг10) год11) круговая пляска, хороводχωρεῖν κύκλον Arph. — водить хоровод
-
6 κυρτοτης
-
7 κυτος
1) выпуклость, тж. кривизна, изгиб(κύκλου Aesch.; ἀσπίδος Eur.; τρίποδος Eur.)
2) полость(θώρακος Arph.; λέβητος Eur.)
; кузов(νηός Anth.)
3) сосуд, урнаπλεκτὸν κ. Eur. — плетенка, корзина4) вместилище, оболочка(τῆς κεφαλῆς Plat.)
τὸ ὄπισθεν κ. Arst. — затылок;τὸ τῆς ψυχῆς κ. Plat. = σῶμα5) тело6) образ, видἀνδρείῳ κύτει Soph. — в человеческом образе
-
8 λοξωσις
-
9 μεθιστημι
ион. μετίστημι1) реже med. (из)менять(τὰ νόμιμα Her.; ὄνομα, τοὺς τρόπους Eur.)
μ. χρώματος Arph. — менять цвет;μ. εἰς δουλείαν Plut. — попадать в рабство2) перемещатьμ. πόδα εἰς ἄλλην χθόνα Eur. — отправляться в другую страну;
μετάστησόν (με) θεᾶς σφαγίων Eur. — увези меня от кровавой богини;μεταστῆναι ἐν Αἰγίνῃ Dem. — быть сосланным в Эгину3) переносить(τέν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν Polyb.)
4) выводить (из какого-л. состояния)μ. τινὰ ὕπνου Eur. — пробудить кого-л. ото сна;
μ. τινὰ νόσου Soph. — исцелить кого-л. от болезни5) переубеждать или совращать(ἱκανὸν ὄχλον NT.)
6) выходить, уходить, покидать(ἐκ τῆς τάξιος Her.; στρατῷ Aesch.; ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin.)
μ. βίου и βίον Eur. — уходить из жизни, умирать;μετάσταθ΄, ἀπόβαθι! Soph. — уходи!;ἐκ κύκλου μεταστάς Soph. — вышедший из круга7) удалять, устранять(τινά NT., med. Her., Thuc. etc.)
; pass. быть отстраняемым(τῆς οἰκονομίας NT.)
8) переходить(ἔκ τινος εἴς τι Plat.; ἀπό τινος, παρά и πρός τινα Thuc.; εἰς ἕτερον τόπον Plat.; med.-pass.: ἑτάροισι Hom.; πρὸς τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.)
χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα Xen. — страны, перешедшие на сторону лакедемонян9) (пере)меняться, поворачивать(εἰς τὸ λῷον Eur.; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Her.)
10) уходить, исчезать(μεθέστηκεν χόλος Eur.)
11) тж. med.-pass. переставать, прекращатьμεθίσταμαι κότου Aesch. — я уже не сержусь;
μ. φόβου Eur. — переставать бояться;μ. κακῶν Eur. — освободиться от страданий12) выходить, возникать(πολιτεία ἐξ ἦς ἥ ὀλιγαρχία μετέστη Plat.)
-
10 πληρης
21) полный, наполненный(κρατῆρες Eur.; τὸ θέατρον Isocr.; κόφινοι NT.; ἄστυ πλῆρες οἰκιέων Her.; Ἕλλησι βαρβάροις θ΄ ὁμοῦ πλήρεις πόλεις Eur.)
ποταμὸς π. ἰχθύων Xen. — изобилующая рыбами река;κενῶν δοξασμάτων π. Eur. — полный вздорных мнений;Λεύκιππος καὴ Δημόκριτος στοιχεῖα τὸ πλῆρες καὴ τὸ κενὸν εἶναί φασι Arst. — Левкипп и Демокрит говорят, что (первичными) элементами являются полнота и пустота;ἐπεὰν π. γένηται ὅ ποταμός Her. — когда река выходит из берегов;οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου Her. — так как не было полнолуния;τέσσερα ἔτεα πλήρεα Her. — четыре полных года;ἐπειδέ πλήρεις ἦσαν αἱ νῆες Thuc. — когда корабли были укомплектованы;π. ἐστὴ θηεύμενος Her. — он насмотрелся вдоволь2) сплошь покрытый(λέπρας NT.)
3) преисполненный(δόλου NT.)
4) полный, выданный сполна(μισθός NT.)
-
11 τομευς
-
12 ακτίνα
[-ις (ίνος)] η1) луч; ακτίνες τού ηλίου лучи солнца; κοσμικές ακτίνες космические лучи; ακτίνες Χ рентгеновские лучи; υπεριώδεις ακτίνες ультрафиолетовые лучи; υπέρυθρες ακτίνες инфракрасные лучи; 2) прям., перен. радиус;ακτίνα κύκλου — радиус круга;
ακτίνα ενεργείας ( — или δράσεως) — радиус действия;
3):ακτίνα (τροχού) — спица (колеса)
-
13 γύρισμα
τό1) вращение; оборот; 2) съёмка (фильма); 3) поворот, изгиб;γύρισμα του δρόμου — поворот улицы;
4) перемена, изменение;γύρισμα του καιρού — перемена погоды;
του κύκλου (или του καιρού или τής τύχης) τα γυρίσματα перемены судьбы;έχει ο καιρός γυρίσματα времена меняются; 5) переворачивание;γύρισμα ρούχων — перелицовка одежды;
γύρισμα χωραφιού — перепахивание, перекапывание поля;
6) возврат, возвращение;τό γύρισμα από τα ξένα — возвращение с чужбины;
τό γύρισμα των δανεικών — возвращение долга;
7) подпушка (у одежды);§ γύρισμα του ήλιου — закат солнца;
τό γύρισμα συναλλαγματικής фин. — передаточная надпись на обороте векселя, индоссамент
-
14 εμβαδόν
το площадь;κύκλου — площадь круга -
15 τετραγωνισμός
ο возведение в квадрат;§ τετραγωνισμός του κύκλου — квадратура круга
См. также в других словарях:
κύκλου — κύκλος ring masc gen sg κυκλόω encircle pres imperat act 2nd sg κυκλόω encircle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλοειδής — Καμπύλη που γράφεται από σημείο κείμενο σε περιφέρεια κύκλου, όταν η περιφέρεια μετακινείται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε ευθεία· κάθε καμπύλη του επιπέδου που παράγεται ως εξής: έστω σε ένα επίπεδο Ε μια καμπύλη Γ, ένας κύκλος του Κ εφαπτόμενος … Dictionary of Greek
πολύγωνο — Αν Α1 Α2,..., Αν, Αν (όπου ν = 2, 3,...) είναι σημεία του χώρου, τέτοια, ώστε κάθε τρία τους να μην ανήκουν στην αυτή ευθεία, τότε η τεθλασμένη γραμμή, που αποτελείται από τα ευθύγραμμα τμήματα Α1Α2, Α2Α3, ..., Αν + 1 λέμε ότι είναι μια… … Dictionary of Greek
Κρεμπς, Χανς Άντολφ — (Sir Hans Adolph Krebs, Χίλντεσαϊμ 1900 – Οξφόρδη 1981). Άγγλος βιοχημικός, γερμανικής καταγωγής. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία, αλλά το 1932 αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αγγλία, όπου το 1939 απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα. Δίδαξε … Dictionary of Greek
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
κυκλικός — Ο στρογγυλός, εκείνος που έχει σχήμα κύκλου. (Ιατρ.) Ασθένεια που εμφανίζει διαδοχικά και με κανονικό τρόπο τις εκδηλώσεις της. Με την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων της μπορούν να προβλεφθούν αυτά που θα επακολουθήσουν. (Μουσ.) Όρος που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί — Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του … Dictionary of Greek