-
1 αυχην
- ένος ὅ1) шея(Hom., Hes.; pl. Soph., Anth.; αὐ. τὸ μεταξὺ προσώπου καὴ θώρακος Arst.)
2) затылок(αὐ. ἀστραγάλων ἐάγη Hom.)
3) горло Hes.4) ущелье, лощина, горный проход Her.5) перешеек Her., Xen., Polyb.6) пролив Aesch., Her., Arst., Plut.7) разветвление, развилка, раздвоение(ποταμοῦ Her.)
-
2 γιγγλυμος
γίγγλυμος, γιγγλυμόςὅ1) паз, стык2) анат. сочленение Arst. -
3 γιγγλυμος...
γιγγλυμός...γίγγλυμος, γιγγλυμόςὅ1) паз, стык2) анат. сочленение Arst. -
4 διαζωμα
- ατος τό1) пояс, набедренная повязка(περὴ τὰ αἰδοῖα Thuc. и περὴ τὸ αἰδοῖον Luc.)
2) узкая полоса земли, перешеек(συνελαύνεται τὸ πλάτος εἰς βραχὺ δ. Plut.)
3) архит. фриз(τὸ δ. καὴ οἱ ἄνω κίονες Plut.)
4) перегородка, перепонка(διὰ μέσου λεπτὸν δ. Arst.)
5) грудобрюшная преграда(τοῦ θώρακος, αἱ καλούμεναι φρένες Arst.)
-
5 διοικοδομεω
1) разгораживать, отгораживать(τὸ κύτος τοῦ θώρακος Plat.; τι ἀπό τινος Diod.)
ὅρον διοικοδομῆσαί τινος καί τινος Plat. — провести границу между чем-л. и чем-л.2) перегораживать(τὰς ὁδούς Diod.)
3) строить поперек(στοάν Thuc.)
-
6 επικλειω
I[κλέος] восхвалять, прославлять, превозносить(τέν ἀοιδήν Hom.)
IIтж. med. закрывать, запирать(τι Arph.; med. τὰς θύρας Luc.)
; pass. закрываться (на шарнирах), смыкаться -
7 επιπτυχη
ἥ1) чешуйка2) створка, крышка(τοῦ θώρακος Plut.)
3) заплатаαἱ ἐπιπτυχαὴ τῶν ῥακίων Luc. — отрепье, лохмотья
-
8 κυτος
1) выпуклость, тж. кривизна, изгиб(κύκλου Aesch.; ἀσπίδος Eur.; τρίποδος Eur.)
2) полость(θώρακος Arph.; λέβητος Eur.)
; кузов(νηός Anth.)
3) сосуд, урнаπλεκτὸν κ. Eur. — плетенка, корзина4) вместилище, оболочка(τῆς κεφαλῆς Plat.)
τὸ ὄπισθεν κ. Arst. — затылок;τὸ τῆς ψυχῆς κ. Plat. = σῶμα5) тело6) образ, видἀνδρείῳ κύτει Soph. — в человеческом образе
-
9 ρυθμος
ион. ῥυσμός ὅ (в атт. тж. ῠ)1) размеренность, ритм, тактτῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥ. ὄνομά (ἐστιν) Plat. — определенный порядок движения называется ритмом;
μετὰ ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat., Xen. — в такт, ритмично;ῥυθμοὺς σαλπίζειν Xen. — трубить в такт;ῥυθμῷ τινι Eur. — в известном порядке3) соразмерность, складность(τοῦ θώρακος Xen.)
4) вид, форма(τῶν γραμμάτων Her.)
Ἕλλην ῥ. πέπλων Eur. — греческий покрой одежд;τίνι ῥυθμῷ φόνου κτείνει Θυέστου παῖδα ; Eur. — каким образом убил он сына Тиеста? -
10 υποπτυχις
-
11 διάτρηση
[-ις (-εως)] η1) проделывание отверстия; протыкание, пробивание; прокол; 2) бурение; сверление; 3) пробиваемость;διάτρηση θώρακος — пробиваемость брони;
4) мед. прободение
См. также в других словарях:
θώρακος — θώρακος, ἡ (Μ) θώρακας πανοπλίας («θώρακον ἴσχει σιδηρᾱν», Φυσιολ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, με μεταβολή γένους κατά τα θηλ. σε ος] … Dictionary of Greek
Θώρακος — Θώραξ corslet masc gen sg Θῶραξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θώρακος — θώρᾱκος , θώραξ corslet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Military Decree of Amphipolis — The Military Decree of Amphipolis (ca. 200 BC) is a Macedonian Greek inscription of two marble blocks, that originally contain at least three columns of text. It preserves a list of regulations governing the behaviour and discipline of the… … Wikipedia
STOLA — tunica fuit muliebris. Cum enim Toga antiquissimis temporibus commune Virorum et Feminarum Romae gestamen fuisset, postea, Togâ penes viros remanente, solasque feminas, quae se viris vulgarent; matronis feminisque honestis, atque ingenuis Tunica … Hofmann J. Lexicon universale
διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… … Dictionary of Greek
επιπτυχή — ἐπιπτυχή, ἡ (Α) [επιπτύσσω] επικάλυμμα («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῡ θώρακος ἀκοντίσματι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
επισχετικός — ή, ό (Α ἐπισχετικός, ή, όν) [επίσχεση] αυτός που προκαλεί ανάσχεση, επίσχεση, που παρεμποδίζει, συκρατεί (α. «επισχετικά φάρμακα» β. «ἔτι τε τῶν ἐκ θώρακος καὶ πνεύμονος ἀναβηττομένων ἐπισχετικόν», Γαλ.) αρχ. εμφρακτικός, που προκαλεί έμφραξη … Dictionary of Greek
κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… … Dictionary of Greek
μαγνησία — I Περιοχή της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα. Βλ. λ. Μαγνησίας, νομός (Ιστορία· Αρχαιολογία μνημεία). II Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων της Μικράς Ασίας. 1. Μαγνησία η επί Μαιάνδρω. Πόλη της Καρίας, κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Ιδρύθηκε, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… … Dictionary of Greek