-
1 ζήτημα
τό1) вопрос, проблема; дело;επίκαιρο ( — ши φλέγον) ζήτημα — актуальный, злободневный, наболевший вопрос;
διαφιλονικούμενο ( — или επίμαχο) ζήτημα — спорный вопрос;
αγροτικό (εθνικό) ζήτημα — крестьянский (национальный) вопрос;
τρέχοντα ζήτήματα — текущие вопросы;
ζωτικό ζήτημα — жизненно важный вопрос;
ζήτήματα της ημέρας — вопросы дня;
ζήτημα τιμής — дело чести;
ζήτημα γούστου — дело вкуса;
τό ζήτημα είναι να... — весь вопрос в том, чтобы...;
αυτό είναι ακριβώς το ζήτ, ότι... — в том то и дело, что...;
λύω το ζήτημα — разрешить вопрос;
δεν είναι ζήτημα — это не проблема;
δεν υπάρχει ζήτημα — здесь нет никакого вопроса, это очень йсно;
αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другой вопрос, это другое дело;
θέτω ( — или βάζω) ζήτημα — ставить вопрос;
είναι ζήτημα χρόνου — вопрос времени;
ανακινώ ( — или εγείρω) ζήτημα — поднимать вопрос;
τό έκανε ζήτημα — он сделал из этого целую проблему;
γιά προσωπικό ζήτημα — по личному делу;
2) конфликт, спор, ссора;υπάρχουν πολλά ζήτήματα μεταξύ τους — между ними много спорных вопросов;
δημιουργώ ζήτήματα — создавать конфликты;
3) юр. вопрос присяжному -
2 ζητημα
- ατος τό1) искание, отыскивание, поискиοὐ ῥάδιον ζ. Eur. — нелегко (было) искать;
μυρίοις ζητήμασι εὑρών Eur. — найдя после долгих поисков2) розыск, расследованиеτὸ ζ. ἦν Φοίβου Soph. — этот розыск (убийцы Лаия) должен был произвести Феб
3) исследование, изыскание(περὴ νόμου Plat., NT. и νόμου NT.; τὰ περὴ φύσεως ζητήματα Plat.)
4) предмет исследования, вопрос(ζ. κοινὸν πολλοῖς Arst.)
-
3 προτεινω
тж. med.1) выставлять вперед, протягивать, простирать(χεῖρας Her.; χεῖρά τινι Soph.; ἄγαλμα φιάλην προτετακός Arst.)
π. ἑαυτόν Plat. — (по)тянуться2) растягивать(τινὰ ἱμᾶσι NT.)
3) выставлять, представлять(ἀξιόχρεων πρόφασιν Her.)
4) выставлять в виде предлога или довода, ссылаться(τοὺς θεούς Soph.; med. τέν ἡλικίαν Plat.)
5) предлагать, обещать, сулить(μεγάλα Her.; δραχμὰς εἴκοσιν Arph.; φιλίαν Dem.; διαλύσεις Plut.)
δέλεαρ π. τι Plut. — предлагать что-л. в качестве приманки6) ставить, задавать(ζητήματα Plut.; αἴνιγμά τινι Diog.L.)
7) тянуться, простираться, выступать(εἰς τὸ πέλαγος Plat.; πρὸς τέν Σικελίαν Polyb.)
τὰ κατ΄ ἀντίφασιν προτεινόμενα Arst. — отрицательные положения
9) med. требовать себе(μισθόν Her.)
-
4 αλληλένδετος
η, ο [ος, ον ] взаимосвязанный, взаимозависимый;αυτά τα ζητήματα είναι αλληλένδετοςα — эти вопросы тесно связаны между собой
-
5 δημιουργώ
(ε) μετ.1) создавать, творить; 2) быть зачинщиком (беспорядков); вызывать, причинять (зло);§ δημιουργώ ζήτημα — поднимать шум;
μας δημιούργησε ζητήματα он нам доставил много хлопот;δημιουργώ με τη φαντασία μου — выдумывать, сочинять
-
6 επισημότητα
[-ης (-ητος)] η1) официальность, официальный характер; 2) торжественность, праздничность, парадность; 3) важность, авторитетность; 4) знаменитость, известность;είμαι επισημότητα στα ζητήματα της φυσικής — быть знаменитостью в области физики
-
7 θεμελιακές
η, ό[ν]1) основательный, фундаментальный; основополагающий; 2) перен. радикальный, коренной;θεμελιακέςή αλλαγή — радикальное изменение;
θεμελιακέςά ζητήματα — коренные вопросы, интересы
-
8 κατατρίβω
(παθ. αόρ. κατατριφτηκα и κατετρίβην) μετ. крошить, измельчать; толочь; тереть, растирать;1) — даром тратить время или труд;κατατρίβομαι
κατατρίβομαι σε ( — или είς) ζητήματα ανάξια προσοχής — заниматься пустяками;
κατατρίβομαι εις αντεγκλήσεις — бесконечно спорить;
2) изнашиваться (об одежде);3) перен. быть надорванным (о силах); 4) растрачиваться, быть растраченным (о времени); 5) потерять авторитет; η κυβέρνησις κατετρίβη правительство себя дискредитировало -
9 περιστρέφω
μετ. вращать, вертеть; поворачивать;περιστρέφω τα βλέμματα μου — обводить взглядом, окидывать взором;
περιστρέφομαι — вращаться, вертеться (тж. перен.);
η συζήτησις περιεστράφη γύρω από τα φλέγοντα διεθνή ζητήματα темой обсуждения были насущные международные вопросы
См. также в других словарях:
ζητήματα — ζήτημα that which is sought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek
συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
κονκορδάτο — (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη… … Dictionary of Greek