-
1 Κενταύρων
Κένταυροςbrigands: masc gen pl -
2 θίασος
θίασος, ὁ (vielleicht von ϑεῖος, ϑειάζω), eine Versammlung, die einer Gottheit zu Ehren Opfer, Chöre, Aufzüge u. dgl. anstellt; bes. vom bacchischen Vereine, τὸ Βακχικὸν πλῆϑος, ὁ τῷ Διονύσῳ παρεπόμενος ὄχλος, Ath. VII, 362 e; Eur. Bacch. 679 ὁρῶ δὲ ϑιάσους τρεῖς γυναικείων χορῶν, u. so oft in diesem Stücke; Dem. 18, 260 τοὺς καλοὺς ϑιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, nachher der bacchische Aufzug beschrieben. Auch Ἡρακλέους ϑίασοι, Is. 9, 30; Μουσῶν, Ar. Th. 41; ἀνδρῶν, γυναικῶν, Ran. 156; übh. Versammlung, Schaar, Eur. ἔνοπλος, Phoen. 803; ἱπποβότας Κενταύρων I. A. 1059; ἡλίκων I. T. 1146; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Plat. Pol. 303 c, der Schwarm der Kentauren u. der Satyrn; Xen. Mem. 2, 1, 31. Nach Suid. brauchte es Ion ἐπὶ παντὸς ἀϑροίσματος. – Auch der Schmaus selbst, Ath. a. a. O.; vgl. noch Plut. qu. graec. 44.
-
3 ὀρει-νόμος
ὀρει-νόμος, auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων γέννα, Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; πλάνη, Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.
-
4 ανα
I.I(ᾰᾰ), эп. тж. ἀν adv.1) наверху, сверху(μέλανες ἀ. βότρυες ἦσαν Hom.)
2) вверхἀν δ΄ Ὀδυσεὺς ἀνίστατο Hom. — Одиссей поднялся
IIэп. тж. ἀν(ἀ. νηὸς βαίνειν Hom.)
(ἥκειν ἀ. ναυσί Eur.)
ἀ. ἡμιόνοις Pind. — на запряженной мулами колеснице(1) наверху, на(Κενταύρων ἀ. ὄρος Eur.)
τίν΄ ἀ. χἐρα ἔβα ; Eur. — кто принес его?(2) вверх на(ἀναβαινειν ἀ. ὀρσοθύρην Hom.)
(3) вверх по(ἀ. ποταμὸν πλεῖν Her.)
(4) в глубине, вἀ. δῶμα Διός Hom. — во дворце Зевса;
ἀ. θυμόν Hom. — в душе, мысленно;ἀ. στόμα ἔχειν τινά Hom. — без умолку говорить о ком-л.(5) на (всем) протяжении; по; через, сквозь; вἀ. δῆμον πτωχεύειν Hom. — ходить по миру, побираться;
ἀ. πᾶσαν τέν γῆν Xen. — по всей земле;ἀ. τέν Ἑλλάδα Her. — во (всей) Греции;ἀ. τὸ σκοτεινόν Thuc. — в темноте(6) между, среди, в числе(ἀ. πρώτους εἶναι Her.)
(7) в продолжение, в течение(ἀ. νύκτα Hom.; ἀ. τὸν πόλεμον Her.)
ἀ. χρόνον Her. — затем, впоследствии, со временем(8) в знач. приставки еже-, каждый(ἀ. πᾶσαν ἡμέρην Her.; ἀ. πᾶν ἔτος Her. или ἀ. ἕκαστον ἔτος Plat.)
(9) распределительно поἀ. πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας Xen. — по пяти парасангов в день;
εἴκοσιν ἀ. Arph. — по двадцати;ἀ. μέρος Arst. — по частям(10) по, сообразноἀ. κράτος Xen. — в меру силы, т.е. изо всех сил;
ἀ. λόγον Plat. — соответственно, относительно(11) редко приблизительно, около(ἀ. διηκόσια στάδια Her.)
II.I1) (= ἀμάστγηι) встань, поднимись Hom., Soph.2) (= ἀνάστητε) встаньте Aesch.II -
5 ορεινομος
-
6 υβρισμα
- ατος τό1) бесчинство, насилие, оскорбление(εἴς τινα Her., Eur., Xen., Dem.)
περὴ πότους ὑβρίσματα Plut. — разнузданные попойки2) собир. насильники, разбойникиτετρασκελὲς ὕ. Κενταύρων γένος Eur. — буйное (разбойничье), четвероногое племя кентавров
3) жертва насилияὕ. θέσθαι τινά Eur. — учинить насилие над кем-л.
-
7 δίκαιος
A in Hom. and all writers, of persons, observant of custom or rule, Od.3.52; esp. of social rule, well-ordered, civilized,ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δ. 9.175
, cf. 8.575; [Γαλακτοφάγοι] δικαιότατοι Il.13.6
; [Χείρων] δικαιότατος Κενταύρων 11.832
, cf. Thgn.314, 794; δ. πολίτης a good citizen, D.3.21, etc.: metaph. of the sea, Sol.12.2 ([comp] Sup.); δικαίη ζόη a civilized way of living, Hdt.2.177. Adv. δικαίως, μνᾶσθαι woo in due form, decently, Od.14.90;ὑπὸ ζυγῷ λόφον δ. εἶχον
loyally,S.
Ant. 292.2 observant of duty to gods and men, righteous, Od.13.209, etc.;δ. πρὸς πᾶσαν ὁμιλίην Hp.Medic. 2
;ἰθὺς καὶ δ. Hdt.1.96
; opp. δυσσεβής, A.Th. 598, cf. 610;δ. καὶ ὅσιος Pl.Grg. 507b
; (lyr.); also of actions, etc., righteous, ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ a thing rightly said, Od.18.414, etc.B later:I equal, even, well-balanced, ἅρμα δίκαιον evengoing chariot, X.Cyr.2.2.26: so metaph.,νωμᾷ δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν Pi.P.1.86
;δικαιόταται ἀντιρροπαί Hp.Art.7
; δικαιότατα μοχλεύειν ibid.: hence, fair, impartial, ;συγγραφεύς Luc.Hist.Conscr.39
.b legally exact, precise, τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων to speak quite exactly, Hdt.7.108, cf. Th.3.44; of Numbers,αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι Hdt.2.149
. Adv.-αίως, πάντα δ. ὑμῖν τετήρηται D.21.3
; δ. ἐξετάζειν ib.154.2 lawful, just, esp. τὸ δ. right, opp. τὸ ἄδικον, Hdt.1.96, A.Pr. 189 (lyr.), etc.;τὸ δ. τὸ νόμιμον καὶ τὸ ἴσον Arist.EN 1129a34
; δ. διορθωτικόν, διανεμητικόν, ib. 1131b25, 27; τὸ πολιτικὸν δ. ib. 1134b18;ἔστι ἐπιεικὲς τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δ. Id.Rh. 1374a27
, cf. EN 1137b12;καὶ δίκαια κἄδικα Ar. Nu.99
;τὰ ἴσα καὶ τὰ δ. D.21.67
; τοὐμὸν δ. my own right, E.IA 810; ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ δ. bring the case to this issue, Antipho6.24; οὐδὲν τῶν δ. ποιεῖν τινί not to do what is just and right by a man, X.HG5.3.10; τὰ δ. ἔχειν, λαμβάνειν, receive one's due, Id.An.7.7.14, 17; τὰ δ. πράττεσθαι πόλιν give a city its deserts, A.Ag. 812; ἐκ τοῦ δικαίου, = δικαίως, Ar.Av. 1435, cf. Th.2.89; so ἀπὸ τοῦ δικαίου, τῶν δικαίων, Inscr.Prien.50.8 (ii B. C.), 123.8 (i B. C.);μετὰ τοῦ δ. Lys.2.12
, D.21.177; τὸ δίκαιον lawful claim, ἃ ἔχομεν δίκαια πρός .. Th.3.54, cf. D. 21.179, Plu.Luc.3, etc.; τὰ πρὸς ἀλλήλους δ. mutual obligations or contracts, Plb.3.21.10; ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις on certain agreed terms, D.H.3.51. Adv.- αίως
rightly, justly,Hdt.
6.137;μεῖζον ἢ δ. A.Ag. 376
(lyr.);καὶ δ. καὶ ἀδίκως And.1.135
.II of persons and things, meet and right, fitting,δ. τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς A.Ag. 1604
;κόσμος οὐ φέρειν δ. Id.Eu.55
; ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι make a horse fit for another's use, X.Mem.4.4.5, cf. Cyn.7.4 (ἵππος δ. τὴν σιαγόνα having a good mouth, Poll.1.196).2 real, genuine,γόνος S.Fr.[1119]
;ποιῶν τὰ ἐν τῇ τέχνῃ δ. Supp.Epigr.2.184.7
(Tanagra, ii B. C.). Adv., εἴπερ δικαίως ἐστ' ἐμός really and truly mine, S.Aj. 547, cf.Pl.Cra. 418e.3 ὁ δ. λόγος the plea of equity, Th.1.76. Adv.- αίως
with reason,Id.
6.34, cf. S.OT 675: [comp] Comp. , etc.; also- οτέρως Isoc. 15.170
: [comp] Sup. ; [dialect] Aeol.δικαίτατα IG12(2).526c17
([place name] Eresus).C in Prose, δίκαιός εἰμι, c. inf., δίκαιοί ἐστε ἰέναι you are bound to come, Hdt.9.60, cf. 8.137;δ. εἰμεν ἔχειν Id.9.27
; δ. εἰμι κολάζειν I have a right to punish, Ar.Nu. 1434, cf. S.Ant. 400;δ. ἐστι περιπεσεῖν κακοῖς Antipho 3.3.7
; δ. εἰσι ἀπιστότατοι εἶναι they have most reason to distrust, Th.4.17;δ. βλάπτεσθαι Lys.20.12
;δ. ἐστιν ἀπολωλέναι
dignus est qui pereat,D.
6.37; ὁ σπουδαῖος ἄρχειν δ. has a right to.., Arist.Pol. 1287b12; with a non-personal subject,ἔλεος δ. ἀντιδίδοσθαι Th.3.40
: less freq. in [comp] Comp. and [comp] Sup.,δικαιότεροι χαρίσασθαι Lys.20.34
;δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν Pl.Smp. 172b
; but δίκαιόν ἐστι is also found, Hdt.1.39, A.Pr. 611, etc.: pl., , cf. Tr. 495, 1116; δικαίως ἄν, c. opt., Pl. Phdr. 276a. [ δικαίων with penult. short in Orph.Fr.247.2; cf. οὐ δίκαον· οὐ δίκαιον, Hsch.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίκαιος
-
8 θίασος
θῐᾰσ-ος (proparox.), ὁ,A Bacchic revel, rout, Hdt.4.79, E.Ba. 680, Ar.Ra. 156, etc.;θ. ἄγειν E.Ba. 115
(lyr.);τοὺς.. θ. ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ D.18.260
, cf. Ath. 5.185c, 8.362e.II generally, company, troop, used by Trag. in lyr., ; ;Μουσῶν Ar.Th.41
; ἐνόπλιος θ., of warriors, E.Ph. 796;Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Pl.Plt. 303d
; τοῦ σοῦ θ. of your company, X.Mem.2.1.31; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θ. Plu.Ant.24. -
9 ὀρεινόμος
A feeding on the hills,δέλφακες Anaxil. 12
(codd. Ath., but ὀρειονόμους is prob. cj.);αἴξ Thphr.HP9.18.3
; mountam-ranging,Κενταύρων γέννα E.HF 364
(lyr.) ; ὀ. πλάνη a roaming o'er the hills, AP6.107 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρεινόμος
-
10 ὁμιλέω
A to be in company with, consort with,μνηστῆρσιν Od.2.21
, al., cf. X.Smp.2.10, Pl.R. 500c, etc.: with Preps., , cf. 834 ;ἐνὶ πρώτοισιν ὁ. 18.194
, cf. 535 ; πὰρ παύροισι.. ὁμιλεῖς consortest with few, Od.18.383.2 abs., joining in company,4.684
; περὶ νεκρὸν ὁ. throng about the corpse, Il.16.641, cf. Od.24.19.II in hostile sense, join battle with,ὁμιλέομεν Δαναοῖσιν Il.11.523
, cf. Od. 1.265 ;μετὰ τοῖσιν Il.11.502
; (lyr.): abs., join battle,εὖτ' ἂν πρῶτον ὁμιλήσωσι φάλαγγες Il.19.158
.III of social intercourse, hold converse with, be acquainted with, associate with, τινι Hdt.3.130 ;κακοῖς ἀνδράσιν A.Pers. 753
(troch.) ; ἀλλήλοις, μετ' ἀλλήλων, πρὸς ἀλλήλους, Pl.Smp. 188d, Plt. 272c, Lg. 886c ;τούτῳ τῷ τρόπῳ πρὸς τοὺς ἐρωμένους ὁ. Id.Phdr. 252d
; so of political intercourse,εἰθισμένος πρὸς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁ. Th.1.77
;ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁ. Id.3.11
; of scholars, ὁ. τινί frequent a teacher's lectures, be his pupil, X.Mem.1.2.15,39 ; ὁ. τῇ Ὁμήρου ποιήσει to be familiar with it, Luc.Pr.Im.26 ; cf. ὁμιλητής.3 speak to, address, harangue, c. dat., Plb.4.4.7 : abs.,ὑπερηφάνως ὁ. Id.16.34.6
;πρὸς ἵππον Babr.15.2
;πρὸς ἀλλήλους Ev.Luc.24.14
: generally, speak, converse, Phld.Rh.1.116 S. ;κατά τινα διάλεκτον S.E.M.9.179
;Ἑβραϊστί J.AJ11.5.6
; ὁ. τινὶ περί τινος talk to.., POxy.928.5 (ii A.D.) :—[voice] Pass., [tense] pf. part. used in conversation,Phld.
Rh.2.27S.IV of marriage or sexual intercourse,γυναιξὶ καὶ παρθένοις ὁ. X.An.3.2.25
;παιδικοῖς Id.Mem.2.1.24
, etc. ;σὺν τοῖς φιλτάτοις S.OT 367
, cf. 1185 ; cf. Moer.p.276 P.V of things or business which one has to do with, attend to, busy oneself with, ὁμιλεῖν ἀρχῇ, πολέμῳ, Th.6.55,70 ;καινοῖς πράγμασιν Ar.Nu. 1399
, cf.ὁμιλία 1.4
; φιλοσοφίᾳ, γυμναστικῇ, Pl.R. 496b, 410c ; ([place name] Aezani) ; ἐμ Μούσαις ib.282.16 (Magn. Mae., iii B.C.) ; πονηροτάτοις σώμασιν ὁ., of a physician, Pl.R. 408d ; also like χρῆσθαι, meet with, enjoy, ὁ. τύχαις to be in good fortune, Pi.N.1.61 ;εὐτυχίᾳ ὁ. E.Or. 354
(lyr.) ; but also,2 of the things themselves, πλαγίαις φρένεσσιν ὄλβος οὐ πάντα χρόνον ὁ. does not consort with a crooked mind, Pi.I.3.6, cf. P.7.6 ; κυλίκων νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν gave me their delight to keep me company, S.Aj. 1201 (lyr.) ; , cf. E.El. 940 : in physical sense, ὁ ὁ βραχίων τῷ κοίλῳ τῆς ὠμοπλάτης πλάγιος fils obliquely into.., Hp.Art.1 ; of a plaster, to be in contact,ὁ. τῷ νοσέοντι μέρει Id.Medic.3
.VI deal with a man, bear oneself towards him,καλῶς ὁ. τινί Isoc.Ep.4.9
;πρός τινα Id.2.24
;τῷ δήμῳ πρὸς χάριν Arist.Ath.35.3
(so in [voice] Pass.,συνειθισμένοι ὑπὸ πάντων πρὸς χάριν ὁμιλεῖσθαι Phld.Lib.p.62
O.) ; ταῦτα ἡ ἐμὴ νεότης.. ἐς τὴν Πελοποννησίων δύναμιν.. ὡμίλησε these were the achievements of my youth in intercourse with their power, Th.6.17.VII of place, come into, enter, visit, c. dat.,διαβάντες τὸν Ἅλυν.. ὡμίλησαν τῇ Φρυγίῃ Hdt.7.26
, cf. 214, Pi.P.7.8 ; βαρεῖα χώρᾳ τῇδ' ὁ. heavily will I visit this land, A. Eu. 720 ;ὁ. παρ' οἰκείαις ἀρούραις Pi.O.12.19
;ὁ. τοιᾷδε πόλει Eup. 292
; poet. alsoὁ. ἄνθεσιν Simon.47
:—[voice] Pass., most frequented,Philostr.
VA1.16.VIII ἐκτὸς ὁμιλεῖ (sc. τῶν ξυντρόφων ὀργῶν ) he wanders from his senses, S.Aj. 640 (lyr.). -
11 Χείρων
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Χείρων
См. также в других словарях:
Κενταύρων — Κένταυρος brigands masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
κενταυροπληθής — κενταυροπληθής, ές (Α) αυτός που έχει πλήθος κενταύρων, αυτός στον οποίο μετέχει πλήθος κενταύρων («κενταυροπληθῆ πόλεμον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο πληθής, κοσμο πληθής] … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
τετρασκελής — ές, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερα σκέλη ή τέσσερα πόδια αρχ. 1. (για επίδεσμο) αυτός που έχει τέσσερα άκρα 2. (για ψυχικό πάθος) πολύ μεγάλος 3. φρ. α) «τετρασκελής οἰωνός» είδος γρύπου, μυθικού ζώου με κεφάλι και φτερούγες αετού και με σώμα… … Dictionary of Greek
Λαπίθες — Μυθολογικά πρόσωπα. Μυθικές μορφές της Θεσσαλίας, που σύμφωνα με την παράδοση συγγένευαν με τους Κενταύρους –κοινός πρόγονός τους ήταν ο Ιξίων– από τους οποίους όμως γρήγορα τους ξεχώρισαν οι ποιητές δίνοντάς τους μορφή ανθρώπου και παριστάνοντάς … Dictionary of Greek
Lápites — (en griego Λαπίθης, Lapithes ) es un personaje de la mitología griega. Se le considera el héroe epónimo, fundador y primer rey mítico de los lápitas, antigua tribu de Tesalia.[1] Lápites era hijo de Estilbe y Apolo, sobrino de Hipsea, nieto de… … Wikipedia Español
CHIRON — Centaurus Saturni, et Phillyrae, vel, ut Lactantius inquit, Pelopeae filius. Saturnus enim cum amaret Phillyram, Oceani filiam, eius concubitu usus est: sed interveniente Opecoviuge, confestim se vertit in equum, ne agnosci posset. Phillyra autem … Hofmann J. Lexicon universale
CONVIVIALES Coronae — olim multo in usu. Et primo quidem, antequam luxus irrepsisset sollennium epularum, suam quisque coronam ad convivium ferebat; ut postquam sese plusculum invitâssent, eô sertô, tamquam annulô, munirent sese adversus mala instantia ebrietatis. Sic … Hofmann J. Lexicon universale