Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑφίσταμαι

См. также в других словарях:

  • υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… …   Dictionary of Greek

  • υφίσταμαι — υφίσταμαι, (υπέστη υπέστησαν) βλ. πίν. 159 Σημειώσεις: υφίσταμαι : η μτχ. υφιστάμενος απαντάται και ως ουσιαστικό (→ ο κατώτερος στην ιεραρχία, σε σχέση με τον ανώτερο του) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑφίσταμαι — ὑφίστημι place pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθυποβάλλομαι — υφίσταμαι αυθυποβολή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + υποβάλλομαι. Ο τ. αυθυποβάλλεσθαι μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1891 από τον Ορέστη Κατσαρά στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… …   Dictionary of Greek

  • πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… …   Dictionary of Greek

  • ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»