Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προ-ϋφίστᾰμαι

См. также в других словарях:

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …   Dictionary of Greek

  • πληρώνω — ΝΜ, πλερώνω Ν 1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας 2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενα νεοελλ. 1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβω β) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί …   Dictionary of Greek

  • προΰπειμι — ΜΑ υπάρχω, υφίσταμαι προηγουμένως αρχ. προηγούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὕπειμι (< εἰμί)] …   Dictionary of Greek

  • προκακούμαι — όομαι, Α υφίσταμαι κακώσεις εκ τών προτέρων («προκακωθέντες ἄλλαις ναυμαχίαις», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κακῶ «βλάπτω, καταστρέφω, κακοποιώ»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταπίπτω — Α 1. καταπίπτω εκ τών προτέρων 2. πέφτω κάτω πριν να συμβεί κάτι άλλο («προκαταπίπτειν τοῡ τέλους», Πλούτ.) 3. (για λόγια και φήμες) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι εκ τών προτέρων («λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ρώμην», Πλούτ.) 4. μτφ. φρ. «προκαταπίπτω… …   Dictionary of Greek

  • προσυλώ — άω, Α (συν. το παθ.) προσυλῶμαι, άομαι υφίσταμαι σύληση, λεηλατούμαι προηγουμένως («ἀλλὰ καὶ τῶν προσυληθέντων ἐπὶ... Τιβερίου», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συλῶ «σκυλεύω, λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»