Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσβολή

См. также в других словарях:

  • προσβολῇ — προσβολή application fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολή — application fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • προσβολή — η 1. επίθεση, έφοδος, χτύπημα. 2. βλάβη υγείας: Πνευμονική προσβολή. 3. υβριστική, ταπεινωτική πράξη ή συμπεριφορά: Η αθέτηση του γάμου ήταν προσβολή για το κορίτσι. 4. αμφισβήτηση, άρνηση αποδοχής: Έγινε προσβολή της διαθήκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσβόλῃ — πρόσ βούλομαι will pres subj mid 2nd sg (epic) πρόσ βούλομαι will pres ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολαῖς — προσβολή application fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολαί — προσβολή application fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολῆς — προσβολή application fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολῇσι — προσβολή application fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολήν — προσβολή application fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολῶν — προσβολή application fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»