Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ὅτῐ

  • 1 известно

    известно είναι γνωστό* вам \известно, что...? ξέρετε ότι...; насколько мне -... απ'ότι ξέρω
    * * *

    вам изве́стно, что...? — ξέρετε ότι...

    наско́лько мне изве́стно — απ'ότι ξέρω

    Русско-греческий словарь > известно

  • 2 что

    I что Ι (чего, чему, чем, о чём) τι; \что вы хотите? τι επιθυμείτε; τι θέλετε; \что мы будем делать? τι θα κάνουμε; \что это такое? τι είναι αυτό; ◇ не за \что Ι τίποτα! ни за что ποτέ, με κανένα τρόπο II что II (союз) ότι, πως; он сказал, \что не придёт (αυτός) είπε ότι (или πως) δε θα ρθει
    * * *
    I (чего, чему, чем, о чём)
    τι

    что вы хоти́те? — τι επιθυμείτε; τι θέλετε

    что мы бу́дем де́лать? — τι θα κάνουμε

    что э́то тако́е? — τι είναι αυτό

    ••

    не́ за что! — τίποτα!

    ни за что́ — ποτέ, με κανένα τρόπο

    II союз
    ότι, πως

    он сказа́л, что не придёт — (αυτός) είπε ότι ( или πως): δε θα ρθει

    Русско-греческий словарь > что

  • 3 слух

    слух
    м
    1. ἡ ἀκοή/ τό αὐτί (музыкальный):
    острый \слух ἡ ὀξεϊα ἀκοή· хороший \слух τό καλό (μουσικό) αὐτί· плохой \слух τό κακό (μουσικό) αὐτί· играть по \слуху παίζω χωρίς νότες, παίζω μέ τ' αὐτί· резать \слух χτυπάω στ' αὐτιά, σπάω τ' αὐτιά, ἐρεθίζω τήν ἀκοή·
    2. (молва) ἡ φήμη, ἡ διάδοση[-ις]:
    по \слухам ὅπως διαδίδεται, ἀπ' ὅτι ἀκούγεται· я его́ знаю лишь по \слухам ἀκουστά τόν ἔχω, τόν γνωρίζω μόνο ἐκ φήμης· ходят \слухи, что... κυκλοφορεί ἡ φήμη, ὅτι..., φημολογείται, ὅτι..., διαδίδεται ὅτι...· ◊ он весь обратился в \слух τέντωσε τ' αὐτιά του, Εγινε ὅλος αὐτιά· -о нем ни \слуху ни духу γι ' αὐτόν ὁδτε φωνή ὁὔτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > слух

  • 4 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 5 известно

    1. επίρ. βέβαια, φυσικά εννοείται.
    2. (απρόσ. με σημ. κατηγ.) είναι γνωστό, что δτο•

    была клевета είναι γνωστό ότι αυτό ήταν συκοφαντία•

    всякому известно ο καθένας το ξέρει•

    известно ли вам бто событие σας είναι γνωστό αυτό το γεγονός;•

    на сколько мне известно απ ότι εγώ ξέρω•

    как известно όπως είναι γνωστό•

    хорошо, что... είναι πολύ γνωστό ότι...

    Большой русско-греческий словарь > известно

  • 6 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 7 благодаря

    благодаря χάρη σε, ένεκα, εξαιτίας \благодаря вашей помощи χάρη στη βοήθεια σας' \благодаря тому, что... χάρη στο ότι...
    * * *
    χάρη σε, ένεκα, εξαιτίας

    благодаря́ ва́шей по́мощи — χάρη στη βοήθεια σας

    благодаря́ тому́, что... — χάρη στο ότι...

    Русско-греческий словарь > благодаря

  • 8 ввиду

    ввиду ένεκα, εξαιτίας, επει δή \ввиду того, что... δεδομένου ότι...
    * * *
    ένεκα, εξαιτίας, επειδή

    ввиду́ того́, что... — δεδομένου ότι...

    Русско-греческий словарь > ввиду

  • 9 возможно

    возможно 1. предик, είναι δυνατό, μπόρες* если \возможно αν είναι δυνατό; я сделаю всё, что \возможно θα κάνω ότι μπορώ 2. вводн, ел. {вероятно) πιθανό, ίσ(ος· \возможно, я приду ίσως έρθω
    * * *
    1. предик.
    είναι δυνατό, μπορεί

    е́сли возмо́жно — αν είναι δυνατό

    я сде́лаю всё, что возмо́жно — θα κάνω ότι μπορώ

    2. вводн. сл.
    ( вероятно) πιθανό, ίσως

    возмо́жно, я приду́ — ίσως έρθω

    Русско-греческий словарь > возможно

  • 10 говорить

    говорить μιλώ, λέγω что вы \говоритьйте? τι λέτε; вы \говоритьите по-гречески? μιλάτε ελληνικά;я немного \говоритью по-гречески μιλώ λίγο ελληνικά \говоритьят, что... λένε ότι...· \говоритьит Москва! μιλά η Μόσχα! иначе \говоритья με άλλα λόγια
    * * *
    μιλώ, λέγω

    что вы говори́те? — τι λέτε

    вы говори́те по-гре́чески? — μιλάτε ελληνικά

    я немно́го говорю́ по-гре́чески — μιλώ λίγο ελληνικά

    говоря́т, что... — λένε ότι...

    говори́т Москва́! — μιλά η Μόσχα!

    ина́че говоря́ — με άλλα λόγια

    Русско-греческий словарь > говорить

  • 11 дело

    дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα
    * * *
    с
    1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο ( творение); το ζήτημα ( вопрос)

    де́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης

    2) (занятие, работа) η δουλειά

    у меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα

    3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός
    4) ( поступок) το έργο, η πράξη
    5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη
    6) юр. η υπόθεση; ο φάκελος

    гражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση

    ••

    как дела́? — πώς τα πάτε

    в чём де́ло? — τι συμβαίνει

    в са́мом де́ле? — αλήθεια

    де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…

    на де́ле — στην πραγματικότητα

    пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα

    Русско-греческий словарь > дело

  • 12 допускать

    1. допускать \допускать из состава команды διαγράφω από την ομά δα 2. допускать, допустить 1) (разрешить) επιτρέπω, ανέχο μαι, παραδέχομαι \допускать к выбо рам επιτρέπω να ψηφίσουν 2) (предположить ) υποθέτω до пустим, что... ας υποθέσουμε ότι.... ◇ \допускать ошибку κάνω λά θος
    * * *
    = допустить
    1) ( разрешить) επιτρέπω, ανέχομαι, παραδέχομαι

    допуска́ть к вы́борам — επιτρέπω να ψηφίσουν

    2) ( предположить) υποθέτω

    допу́стим, что... — ας υποθέσουμε ότι

    ••

    допуска́ть оши́бку — κάνω λάθος

    Русско-греческий словарь > допускать

  • 13 заключение

    заключение с 1) (соглашения, союза) η σύναψη, το κλείσιμο η υπογραφή (подписание) 2) (окончание) το τέλος в \заключение στο τέλος 3) (вывод) το συμπέρασμα я сделал \заключение, что... έβγαλα το συμπέρασμα ότι... 4) (тюремное) η φυλάκιση
    * * *
    с
    1) (соглашения, союза) η σύναψη, το κλείσιμο; η υπογραφή ( подписание)
    2) ( окончание) το τέλος

    в заключе́ние — στο τέλος

    3) ( вывод) το συμπέρασμα

    я сде́лал заключе́ние, что… — έβγαλα το συμπέρασμα ότι…

    4) ( тюремное) η φυλάκιση

    Русско-греческий словарь > заключение

  • 14 знать

    знать ξέρω, γνωρίζω дать \знать γνωστοποιώ, ειδοποιώ я знаю, что... ξέρω ότι... знаете ли вы русский (греческий) язык? ξέρετε ρωσικά (ελληνικά); я его не знаю δεν τον ξέρω мы знаем друг друга γνωριζόμαστε
    * * *
    ξέρω, γνωρίζω

    дать знать — γνωστοποιώ, ειδοποιώ

    я зна́ю, что... — ξέρω ότι…

    зна́ете ли вы ру́сский (гре́ческий) язы́к? — ξέρετε ρωσικά (ελληνικά)

    я его́ не зна́ю — δεν τον ξέρω

    мы зна́ем друг дру́га — γνωριζόμαστε

    Русско-греческий словарь > знать

  • 15 насколько

    насколько κατά πόσο, καθόσο* \насколько мне известно... καθόσο ξέρω..., απ' ότι γνωρίζω
    * * *
    κατά πόσο, καθόσο

    наско́лько мне изве́стно… — καθόσο ξέρω..., απ'ότι γνωρίζω

    Русско-греческий словарь > насколько

  • 16 наудачу

    наудачу στην τύχη· ότι βγει (как удастся)
    * * *
    στην τύχη; ότι βγει ( как удастся)

    Русско-греческий словарь > наудачу

  • 17 писать

    писать 1) γράφω· \писать письмо γράφω γράμμα 2) (в газетах, журналах} δημοσιογραφώ· в газетах пишут, что...οι εφημερίδες γράφουν.ότι...3) (картину) ζωγραφίζω \писаться: как пишется это слово? Πώς γράφεται αυτή η λέξη; пистолет м το πιστόλι, το περίστροφο
    * * *

    писа́ть письмо́ — γράφω γράμμα

    2) (в газетах, журналах) δημοσιογραφώ

    в газе́тах пи́шут, что… — οι εφημερίδες γράφουν ότι...

    3) ( картину) ζωγραφίζω

    Русско-греческий словарь > писать

  • 18 полагать

    полагать υποθέτω, νομίζω я \полагатью. что... υποθέτω ότι...
    * * *
    υποθέτω, νομίζω

    я полага́тью, что… — υποθέτω ότι…

    Русско-греческий словарь > полагать

  • 19 случаться

    случаться, случиться: \случатьсяется безл. συμβαίνει, τυχαίνει; что случилось? τι συνέβη; ничего не случилось δε συνέβη τίποτα; что бы ни случилось... ότι κι αν συμβεί...
    * * *
    = случиться

    случа́ется — безл. συμβαίνει, τυχαίνει

    что случи́лось? — τι συνέβη

    ничего́ не случи́лось — δε συνέβη τίποτα

    что бы ни случи́лось… — ότι κι αν συμβεί…

    Русско-греческий словарь > случаться

  • 20 уверенный

    уверенный πεπεισμένος, βέβαιος, σίγουρος* я уверен, что... είμαι σίγουρος ότι...
    * * *
    πεπεισμένος, βέβαιος, σίγουρος

    я уве́рен, что... — είμαι σίγουρος ότι...

    Русско-греческий словарь > уверенный

См. также в других словарях:

  • .ότι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ότι — (ΑΜ ὅτι, Α επικ. τ. και ὅττι) (σύνδ.) 1. (ειδικός που εισάγει αντικειμενική πρόταση μετά από λεκτικά, δοξαστικά, αισθήσεως και γνώσεως σημαντικά ρήματα και συντάσσεται κυρίως με οριστική κάθε χρόνου) πως (α. «μού είπε ότι θα έλθει» β. «ᾔσθετο ὅτι …   Dictionary of Greek

  • ότι — σύνδ. ειδ. 1. πως: Είπαν ότι θα φτάσει σήμερα το πλοίο. 2. επίρρ. χρον., μόλις, πριν από λίγο: Ότι έφτασα στο λιμάνι, ήρθε και το μήνυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅτι — ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα. — ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα. См. Я знаю, что я ничего не знаю …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ αὐτὸς ἔλεγεν, ὅτι τὸ πᾶσιν ἠρέσάι δυσχερέστατόν ἐστιν. — См. На весь свет не угодишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὔπω πᾶν ἐίρητο ἔπος, ὅτι ἂρ ἤλυθον αὐτοί. — См. Помяни волка, а волк из колка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χὤτι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὥτι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅ τι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁτιδή — ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»