-
1 ηνθον
См. также в других словарях:
ἦνθον — ἔρχομαι ibo aor ind act 3rd pl (doric) ἔρχομαι ibo aor ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεύθω — ἐλεύθω (Α) έρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός τής αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι*), ο αόρ. ήλθον και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων. αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας… … Dictionary of Greek
Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… … Dictionary of Greek
el-6, elǝ- : lā-; el-eu-(dh-) — el 6, elǝ : lā ; el eu (dh ) English meaning: to drive; to move, go Deutsche Übersetzung: “treiben, in Bewegung setzen; sich bewegen, gehen” Material: Arm. eɫanim “I become”, Aor. 1. sg. eɫē (*eɫei), 2. sg. eɫer, 3. sg. eɫeu ,… … Proto-Indo-European etymological dictionary