Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

Ἔρωτα

  • 1 взаимность

    взаи́мн||ость
    ж ἡ ἀμοιβαιότητα:
    добиваться \взаимностьости ἐπιδιώκω ἀμοιβαιότητα (στον ἔρωτα).

    Русско-новогреческий словарь > взаимность

  • 2 возгораться

    возгораться
    несов книжн. прям., перен ἀναφλέγομαι, φουντώνω, ἀνάβω:
    \возгораться любовью φλέγομαι ἀπό ἐρωτα, ἐρωτεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > возгораться

  • 3 признаваться

    признавать||ся
    1. (в чем-л.) ὁμολογώ, παραδέχομαι:
    \признаватьсяся в своих ошибках ἀναγνωρίζω τά σφάλματα μου, παραδέχομαι τά λάθη μου· \признаватьсяся в любви ἐξομολογοῦμαι τόν ἐρωτα μου.

    Русско-новогреческий словарь > признаваться

  • 4 пылать

    пылать
    несов
    1. (ярко гореть) καίγομαι, φλέγομαι·
    2. (от прилива крови) εἶμαι κατακόκκινος·
    3. перен (каким-л. чувством) φλέγομαι:
    \пылать любовью εἶμαι φλογερά ἐρωτευμένος, φλέγομαι ἀπό ἐρωτα· \пылать гневом βράζω ἀπό θυμό.

    Русско-новогреческий словарь > пылать

  • 5 таять

    тая||ть
    несов
    1. λυώνω (άμετ.), τήκω, τήκομαι:
    конфета тает во рту τό σοκο-λατίνι λυώνει στό στόμα· сегодня тает безл σήμερα τά χιόνια λυώνουν снег тает τό χιόνι λυώνει·
    2. (исчезать) σβύ-νω, χάνομαι:
    зву́ки тают οἱ ήχοι σβύ-νουν
    3. перен (чахнуть) ἐξαντλοῦμαι, φθίνω:
    си́лы тают οἱ δυνάμεις ἐξαντλοῦν-ται· она тает как свечка λυώνει σάν τό κερί·
    4. (млеть) разг λιγώνομαι, λυώνω:
    \таятьть от любви λυώνω ἀπό Ερωτα

    Русско-новогреческий словарь > таять

  • 6 make love

    (to have sexual intercourse.) κάνω έρωτα

    English-Greek dictionary > make love

  • 7 moon about/around

    (to wander around as if dazed, eg because one is in love.) ονειροβατώ (από έρωτα)

    English-Greek dictionary > moon about/around

  • 8 proposition

    [propə'ziʃən] 1. noun
    1) (a proposal or suggestion.) πρόταση,εισήγηση
    2) (a thing or situation that must be done or dealt with: a difficult proposition.) υπόθεση
    2. verb
    (to propose to someone to have sex together: He was propositioned by a prostitute.) προτείνω σε κάποιον να κάνει έρωτα μαζί μου

    English-Greek dictionary > proposition

  • 9 амур

    α.
    Ερως, -τας, ο θεός του έρωτα•

    - ы πλθ.

    έρωτες, ερωτοδουλειές, ερωτικές περιπέτειες.

    Большой русско-греческий словарь > амур

  • 10 любовный

    επ.
    1. ερωτικός•

    -ое письмо ερωτικό γράμμα, ραβασάκι•

    -ые дела ερωτικές υποθέσεις•

    -ые песни ερωτικά τραγούδια•

    -ая записка ραβασάκι•

    -ая связь ερωτικές σχέσεις (δεσμοί)•

    любовный взгляд ερωτικό βλέμμα•

    бред ερωτικό παραλήρημα.

    2. παλ. φίλτρο•

    -ое напиток πιοτό για έμπνευση έρωτα (φίλτρο).

    Большой русско-греческий словарь > любовный

  • 11 любовь

    -бви, οργ. -вью θ.
    1. ιστοργή, αγάπη•

    материнская любовь μητρική στοργή•

    любовь к родине αγάπη προς την πατρίδα.

    2. έρωτας•

    жениться по -ви παντρεύομαι με έρωτα•

    первая любовь η πρώτη αγάπη.

    || αρέσκεια• πόθος•

    любовь к искусству αγάπη προς την Τέχνη•

    любовь к приключениям πόθος για περιπέτειες.

    Большой русско-греческий словарь > любовь

  • 12 пристрастить

    -ащу, -астишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пристращённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    εμπνέω (ανάβω) πάθος, μανία, αγάπη, έρωτα δίνω,ζωηρή κλίση.
    μερακλώνομαι, με πιάνει πάθος, μανία, μεράκι.

    Большой русско-греческий словарь > пристрастить

  • 13 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

См. также в других словарях:

  • ἐρώτα — ἐρώτᾱ , ἐρωτάω ask pres imperat act 2nd sg ἐρώτᾱ , ἐρωτάω ask imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτᾶ — ἐρωτάω ask pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἐρωτάω ask pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτᾷ — ἐρωτάω ask pres subj mp 2nd sg ἐρωτάω ask pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρωτάω ask pres subj act 3rd sg ἐρωτάω ask pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔρωτα — ἔρως love masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρωτα — ἔρως love masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδελφοί του Ελεύθερου Έρωτα — Κοινότητα που ιδρύθηκε από τον Γουίλιαμ Άλεν το 1854, στο Νιου Χέβεν της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Τα μέλη της δεν παντρεύονται, ζουν λιτή ζωή και εργάζονται στο ίδιο κτήμα. Έχουν ελεύθερες ερωτικές σχέσεις, ακόμα και με συγγενικά τους πρόσωπα …   Dictionary of Greek

  • ἐρωτᾶι — ἐρωτᾷ , ἐρωτάω ask pres subj mp 2nd sg ἐρωτᾷ , ἐρωτάω ask pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρωτᾷ , ἐρωτάω ask pres subj act 3rd sg ἐρωτᾷ , ἐρωτάω ask pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτάσαι — ἐρωτά̱σᾱͅ , ἐρωτάω ask pres part act fem dat sg (doric) ἐρωτά̱σαῑ , ἐρωτάω ask aor opt act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρώταν — ἐρώτᾱν , ἐρωτάω ask imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρώτᾱν , ἐρωτάω ask imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτᾶς — ἐρωτᾶ̱ς , ἐρωτάω ask pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωτάσθω — ἐρωτά̱σθω , ἐρωτάω ask pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»