-
1 Εβίων
-
2 Ἐβίων
-
3 εβιων
-
4 εβίων
βιάωconstrain: imperf ind act 3rd plβιάωconstrain: imperf ind act 1st sgβιόωlive: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)βιόωlive: aor ind act 1st sgβιόωlive: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)βιόωlive: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
5 ἐβίων
βιάωconstrain: imperf ind act 3rd plβιάωconstrain: imperf ind act 1st sgβιόωlive: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)βιόωlive: aor ind act 1st sgβιόωlive: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)βιόωlive: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
6 βιω-
Grammatical information: v.Meaning: `live' (Il.).Other forms: ἐβίων, βιῶναι; βείομαι ( βέομαι) (Il.) fut. = subj. (cf. ἔδομαι); βιώσομαι, ἐβίωσα (Hdt.) Med. fact. (θ 468), βεβίωκα. βιόμεσθα (h. Ap. 528 for *βειομεθα? DELG); pres. βιόω (Arist.).Derivatives: βίος `(way of, means of) life'. βιοτή f. `id.' (Od.), βίοτος m. `id.' (Il.); also Cret. βίετος (below). - βιωτός `worth living' (Att.). βιώσιμος `to be lived' (Hdt.) - With δ from *gu, Heracl. ἐνδεδιωκότα, if = ἐμβεβιωκότα, cf. Schwyzer 300. In PN Βιο-; Βίτων \< Βιο-.Etymology: The root ended in a laryngeal, the zero grade * gʷiH- is seen in Av. ǰī-ti-, OCS ži-tь, also in Lat. vīta, Osc. bíitam (acc.); with suffix - uo- it is seen in Skt. jīvá-, OCS živъ Lat. vīvus, etc. `alive' and in Lat. vīvō, Skt. jī́vati, OCS živǫ. (The forms with short i, Goth. qiwa-, Welsh byw, may be due to the following stress (Schrijver Larrr. Lat. 355, 526). - Greek does not have forms with long i, as all its forms have a vowel after the root: * gʷiH-o- \> βίος, * gʷih₃-eto- \> βίοτος (with the suffix agreeing with the meaning; Cret. βίετος will have - ετος restored; cf. for the formation θάνατος); ὑγιής \< *h₁su-gʷih₃-ēs (the vocalism analogically restored). The aorist ἐβίων has been reconstructed as containing the aor.-suffix -ē- (as in ἐμάνην): * gʷih₃-eh₁-. - The full grade I * gʷeih₃- must be assumed for βέ(ί)ομαι (Chantr. Gramm. hom. 1, 452); it is also seen in Skt. gáya-, Av. gaya- `life' (*gʷe\/oih₃-o-); also ORuss. gojь `peace'. - The full grade II * gʷieH- is seen in Av. ǰyā-tu- `life' (Skt. * jyā-tu- reshaped, after jívati, in jīvā́tu-); from this root form prob. Gr. ζωϜός (not from the zero grade of the root). This root form seems also found in Gr. ζώ-ω, ζῆ-ν, s. s. ζώω (so Schwebeablaut cannot be avoided (pace Anttila, PIE Schwebeablaut 1969, 137). Difficult are Arm. kea-m `I live' (see LIV) and Toch. B śāw-.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βιω-
-
7 βιόω
βιόω, das praes. erst bei Sp. häufig, fut. βιώσομαι, Sp. βιώσω, wie Luc. Nav. 26 D. L. 2, 68; aor. II. ἐβίων, βιῴην, βιῶναι, Hom. βιῶναι Iliad. 10, 174. 15, 511 Odyss. 14, 359, βιώτω Iliad. 8, 429; aor. I. ἐβίωσα bei Sp., nur die casus ob liqui des partic. auch früher schon; perf. βεβίωκα u. pass. βεβίωταί μοι, ich habe gelebt, τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα Dem. 18, 265, u. öfter; am meisten im guten Atticismus sind fut. u. aor. II. mit perf. im Gebrauch; leben, vgl. βίος u. das dort über den Unterschied von βίος u. ζωή Angegebene; βίον Plat. Lach. 188 a u. öfter; εὐσεβῶς, ὁσίως, ἡδέως u. s. w.; βίος βεβιωμένος Rep. VI, 498 c; Dem. 19, 199. – Med., πάντα τινὰ Αἰγυπτίων ἀποδεικνύναι, ὅϑεν βιοῦται, wovon er lebt, Her. 2, 177; οἱ κατά τινα νοῠν βιούμενοι Arist. Eth. 10, 9; der aor. I. transit., beleben, σὺ γάρ μ' ἐβιώσαο, κούρη Od. 8, 468. Aus βιόμεσϑα H. h. Apoll. 528 hat Wolf βεόμεσϑα gemacht. S. βέομαι.
-
8 διαβιόω
διαβῐ-όω, [tense] fut. - ώσομαι: [tense] aor. 2 -εβίων, inf. - βιῶναι (also -βιῶσαι· ζῆσαι, Hsch.): [tense] pf.A- βεβίωκα Isoc.9.70
:—live through, pass, ; ; τὸν ἐνθάδε χρόνον Isoc.l.c.: abs., spend one's whole life,δ. δικαίως Pl.Grg. 526a
: c. part.,μελετῶν διαβεβιωκέναι X.Ap.3
, Mem.4.8.4.2 survive, Procop.Pers.2.5, al.3 δ. ἀπὸ χρημάτων live on, Plu.Publ.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβιόω
-
9 συμβιόω
συμβῐ-όω, [tense] fut. - βιώσομαι: [tense] pf. - βεβίωκα: [tense] aor. - εβίων, inf. - βιῶναι, but also [tense] aor. 1A- βιῶσαι Thphr. HP2.1.2
, D.S.4.54, Sor.2.89:— live with, τινι Isoc.15.97;μετά τινος Arist.MM 1212b31
; πρός τινα (v. συμβιωτέον); ἥδιστος συμβιῶναι Isoc.Ep.4.4
;χείρους πρὸς τὸ συμβιοῦν Arist.EN 1126a31
;ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι Pl.Smp. 181d
; of a husband, Wilcken Chr.122.3 (i A.D.); of a concubine, BGU614.3 (iii A.D.); of a wedded pair, as opp. to mere cohabitation ([etym.] συνοικεῖν), Plu.2.142f, cf. BGU251.4 (i A.D.), etc.2 of plants, [ἐλάαν φασὶ] πρὸς κιττὸν ς. Thphr. l.c.3 metaph.,σ. τῷ φρονεῖν Clearch.15
;ἀγαθῇ τύχῃ D.18.266
;χαρὰ σ. τινί Plu.2.1099f
; σ. μέσφι θανάτου, of a disease, Aret.SD1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβιόω
-
10 ἐπιβιόω
A live over or after, survive, ἐπεβίωδύο ἔτη Th.2.65
; ἐπεβίων διὰ παντὸς [τοῦ πολέμου] Id.5.26; ἐπιβιόντος.. πένθ' ἡμέρας D.41.18
, cf. Is.2.45; but αἷς ἂν.. ἐπιβιῶ live to see married, Pl.Ep. 361d. (Freq. corrupted to - βιοῦντα, etc. in codd.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβιόω
См. также в других словарях:
Ἐβίων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβίων — βιάω constrain imperf ind act 3rd pl βιάω constrain imperf ind act 1st sg βιόω live aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) βιόω live aor ind act 1st sg βιόω live imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βιόω live imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… … Dictionary of Greek
ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») … Dictionary of Greek
βέομαι — και βείομαι (Α) θα ζήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας *gwey(∂) , με απαθή … Dictionary of Greek
βίωσις — βίωσις, η (AM) ο τρόπος ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) του αορ. εβίων (βλ. βιώ ΙΙ)] … Dictionary of Greek
βιωτός — βιωτός, ή, όν (Α) αυτός που αξίζει να τον ζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) τού αορ. εβίων (βλ. βιώ II) ή < βίος] … Dictionary of Greek
βιώσιμος — η, ο (AM βιώσιμος, ον) αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει αρχ. 1. εκείνος που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει 2. (για χρόνο) αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να περάσει στη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος ή βίοτος με επίδραση του θ. βιω… … Dictionary of Greek
βιώσκομαι — (Α) 1. ζωογονώ, διατηρώ στη ζωή 2. αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) του αορ. εβίων (βλ. βιώ ΙΙ) + (επίθημα) σκω] … Dictionary of Greek
gʷei̯-3 and gʷei̯ ǝ- : gʷ(i)i̯ē- : gʷ(i)i̯ō- : gʷī- frequent, often with -u- extended — gʷei̯ 3 and gʷei̯ ǝ : gʷ(i)i̯ē : gʷ(i)i̯ō : gʷī frequent, often with u extended English meaning: to live Deutsche Übersetzung: “leben” Material: A. from *gʷei̯ ō: O.Ind. jīvütu ḥ “life” (see under), gáya ḥ “house, courtyard,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ЖИЗНЬ — Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) [греч. βίος, ζωή; лат. vita], христ. богословие в учении о Ж.… … Православная энциклопедия