-
1 εαρ
1) утроἦρι μάλα и μάλ΄ ἦρι Hom. — рано утром
2) преимущ. веснаπρὸς и περὴ τὸ ἔ. Thuc. — к весне;
ἅμα τῷ ἔαρι Her. и ἔαρος ἀρχομενου Arst. — с наступлением весны;ἔαρος Arst. — весной;μία χελιδὼν ἔ. οὐ ποιεῖ погов. Arst. — одна ласточка не делает весны3) перен. весенняя свежесть, красота, цвет(ὕμνων Anth.)
ἔ. ὁρόωσα νύμφα Theocr. — нимфа с очаровательным взором;γενύων ἔ. Anth. — первый пушок на щеках -
2 ἔαρ
τὸ ἔαρ gen. ἔαρος / ἧρος весна (ср. лат. ver) -
3 έαρ
(γεν. εαρος) τό весне -
4 ἔαρ
-
5 ειαρ
-
6 ηρ
-
7 ηρος
-
8 δοκιμος
-
9 επομβρος
-
10 ευοδμος
εὔοδμος, εὔοσμος2пахучий, душистый, благовонный(σέλινον, νέκταρ Theocr.; ἔαρ Pind.; πέταλα Anth.)
-
11 ευοσμος...
εὔοσμος...εὔοδμος, εὔοσμος2пахучий, душистый, благовонный(σέλινον, νέκταρ Theocr.; ἔαρ Pind.; πέταλα Anth.)
-
12 θελξινοος
-
13 ιμεροθαλης
-
14 λοχευω
-
15 οψιος
3(compar. ὀψιαίτερος и ὀψίτερος; superl. ὀψιαίτατος)1) поздний(ἔαρ Arst.; ὀψίᾳ ἐν νυκτί Pind.; ὀψίας οὔσης τῆς ὥρας NT.)
περὴ δείλην ὀψίαν Thuc. — поздно в сумерки2) поздно приходящий -
16 πολιος
I3 и 21) седой(κεφαλή Hom.; χαίτη Soph.)
2) седовласый(ματέρες Soph.)
3) покрытый (седой) пеной, вспененный(ἅλς Hom.; πέλαγος Arph.)
4) старый, древний(νόμος Aesch.; μάθημα Plat.)
5) старческий(σώματα Plat.; δάκρυον Eur.)
6) серый(λύκος Hom.)
7) блестящий, светлый(σίδηρος Hom.; χαλκός Pind.)
8) сияющий, лучезарный(ἔαρ Hes.; αἰθήρ Eur.)
IIὅ старик, старец Hom. -
17 πολυανθης
-
18 υπολαμπω
1) тж. med. бросать слабый свет, светить(ся)(εἰς τὰς παστάδας Xen.)
τέφρῃ πῦρ ὑπολαμπόμενον Anth. — тлеющий под пеплом огонь2) рассветатьἡμέρα ὑπέλαμπε ἤδη Plut. — уже брезжил день;
τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε Her. — наступала весна -
19 φερανθης
-
20 φοινικανθεμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔαρ — spring neut voc sg ἔαρ spring neut acc sg ἔαρ spring neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έαρ — (I) το (AM ἔαρ, Α και εἶαρ) 1. η άνοιξη 2. ομορφιά αρχ. 1. καθετί που βρίσκεται στην άνθησή του («ἔφηβοι... ἔαρ τοῡ δήμου») 2. φρ. α) «ἔαρ θ ὁρόωσα» με το γλυκό χαρούμενό της βλέμμα β) «γενύων... ἔαρ» το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο τών εφήβων γ)… … Dictionary of Greek
Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ. — См. Одна ласточка весны не делает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εἶαρ — ἔαρ spring neut voc sg (epic) ἔαρ spring neut acc sg (epic) ἔαρ spring neut nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦρ — ἔαρ spring neut voc sg ἔαρ spring neut acc sg ἔαρ spring neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴαρι — ἔαρ spring neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴαρος — ἔαρ spring neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐάρων — ἔαρ spring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔαρι — ἔαρ spring neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔαρος — ἔαρ spring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρεσιν — ἔαρ spring neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)