-
1 ἐπί-κροτος
ἐπί-κροτος, festgeschlagen, fest, hart, vom Boden oder Wege, ἐν τῷ ἐπικρότῳ ἱππεύειν Xen. Hipp. 3, 14; ἐπίκροτον ποιεῖν, feststampfen, Arist. H. A. 5, 33; Sp., auch τὸ ἐπ. τοῦ λόγου, Philostr. v. soph. 1, 7.
-
2 κρούω
κρούω (verwandt mit κρότος), 1) schlagen, anschlagen, klopfen, stoßen; nach B. A. 101 eigtl. von leiser Berührung, aber im gew. Gebrauche für κόπτειν; bes. τὰς ϑύρας, was die Atticisten tadeln, obgleich es sich auch bei Attikern findet; Ar. Eccl. 317; Plat. Prot. 310 a u. öfter; Xen. Conv. 1, 11; Posidipp. bei Poll. 10, 22; auch A., wie Hatth. 7, 7, vgl. Lob. zu Phryn. 177; auch im obscönen Sinne sagt eine Frau ὅταν γε κρούσῃς τὴν ἐμὴν ϑύραν Ar. Eccl. 990; so auch bei Sp.; nach B. A. a. a. O. κατὰ τοῦ κακεμφάτου ἐν τῇ συνηϑείᾳ τὸ κροῦσαι κεῖται ἀντὶ τοῦ συγγενέσϑαι. – Bes. ein Saiteninstrument mit dem Plektron schlagen, κρούειν τῷ πλήκτρῳ, Plat. Lys. 209 b; πλῆκτρον ἔχει φόρμιγγος, ἔχει καὶ πλῆκτρον ἔρωτος, κρούει δ' ἀμφοτέροις καὶ φρένα καὶ κιϑάρην, von einer Citherspielerinn gesagt, Paul. Sil. 55 ( Plan. 278); so auch A.; auch κρεμβάλοις κρούειν, = κρεμβαλίζω, Ath. XIV, 636 d; u. αὐλὸν κρούειν, s. Jacobs A. P. p. 664. – Vom Tanze, κρούειν τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Arr. An. 7, 1, 7; ähnl. Πιερίδες ἐν δαιτὶ ϑεῶν χρυσεοσάνδαλον ἴχνος ἐν γᾷ κρούουσαι Eur. I. A. 1043; χο-ρευέτω κρούουσα πόδα Herc. Fur. 1304; – auch χεῖρας, die Hände zusammenschlagen, klatschen, Suppl. 742; – ähnl. ὅπως τὰ ὅπλα μὴ κρουόμενα πρὸς ἄλληλα αἴσϑησιν παρέχοι, die aneinanderschlagenden Waffen, Thuc. 3, 22; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα ἔκρουσαν Xen. An. 4, 5, 18, vgl. 6, 1, 10; – übh. stoßen, drängen, λόγους λόγοις Plat. Theaet. 154 e; πέπλον Eur. Cycl. 328, mit schmutziger Nebenbdtg; – κέραμον κρούειν, an ein irdenes Gefäß klopfen, um zu untersuchen, ob es einen Sprung hat, dah. übh. untersuchen, τὸ καλόν Plat. Hipp. mai. 301 b, u. Plut. – Uebh. treffen, κνῖσα κρούει ῥινὸς ἄκρας Ephipp. bei Ath. IX, 370 c. – 2) wie κρουσιμετρέω, betrügen, vom Messen des Getreides hergenommen oder vom Wägen, Harpocr.; Phocylid. 5, 13 sagt κρούειν σταϑμὸν ἑτερόζυγον. – Med., πρύμναν κρούεσϑαι, sich langsam mit dem Schiffe zurückziehen, ohne es umzuwenden, vgl. Schol. Ar. Vesp. 397; Thuc. 1, 50. 3, 78 u. Sp., die auch das activum so brauchen, wie Pol. 16, 3, 8; κρούεσϑαι ἐπὶ πρύμναν, App. B. C. 5, 119; κρούεσϑαι τὸ πτερόν, zurückfliegen, Ael. N. A. 3, 13.
См. также в других словарях:
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
χειροκροτώ — έω, Ν 1. χτυπώ ρυθμικά τα χέρια με ανοιχτές παλάμες ως ένδειξη ενθουσιασμού ή επιδοκιμασίας («τόν χειροκροτούσαν επί πολλήν ώρα») 2. μτφ. επικροτώ, επιδοκιμάζω («η Βουλή, σύσσωμη, χειροκρότησε την εισηγητική έκθεση τού υπουργού»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek