-
1 εναιμηεις
См. также в других словарях:
εναιμήεις — ἐναιμήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος με αίμα … Dictionary of Greek
ἐναιμήεντα — ἐναιμήεις neut nom/voc/acc pl ἐναιμήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)