-
1 άτριον
-
2 ἄτριον
-
3 ἄτριον
-
4 ατριον
-
5 ἄτριον
-
6 ητριον
дор. ἄτριον (ᾱ) ἥ1) ткацкая основа Theocr., Anth.2) тканьἐν μέσοισιν ἠτρίοις πέπλων Eur. — в самой середине сотканных одежд;
ἤτρια βύβλων Anth. — листы папируса -
7 άτρι'
-
8 ἄτρι'
-
9 άτρια
-
10 ἄτρια
-
11 ατρίω
-
12 ἀτρίῳ
-
13 συμπλέκω
A twine or plait together, συνδεῖν καὶ ς. Pl.Plt. 309b;στέφανον Plu.Eum.6
; σὺν δ' ἀναμὶξ πλέξας ἶριν having twined the iris therewith, AP4.1.9 (Mel.);ἄτριον κερκίδι Theoc.18.34
; τὼ Χεῖρε ἐς τοὐπίσω ξυμπλέκοντες joining their hands behind them, Th.4.4; σ. τινὶ τὰς Χεῖρας join hands, become intimate with one, Plb.2.45.2, cf. 47.6; soσ. σπέρμα καὶ γάμους τέκνων E.Fr.326.5
: abs., πλάταισιν ἐσχάταισι ς. perh. binding the whole together, Id.IA 292 (lyr.):—[voice] Pass., to be twined together, plaited,ἐκ τῶν θαλλῶν Din.1.18
;ἡ ψυχὴ διὰ τὸ συμπεπλέχθαι πρὸς τὸ σῶμα Arist.de An. 406b28
, cf. Placit.1.7.31;πρὸς ἄλληλα Pl. Ti. 80c
;λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένοι E.Cyc. 225
; ὅταν συμπλᾰκῇ [τὰ στελέχη] when they are twisted together, Thphr.CP5.5.4; ἴχνη συμπεπλεγμένα tracks entangled, crossing in different directions, opp. ὀρθά, X.Cyn.5.6.2 combine notions logically under one term,σ. εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὶ ἀριθμόν Arist.de An. 409b11
, cf.EN 1119b30; join words so as to form a proposition,σ. τὰ ῥήματα τοῖς ὀνόμασι Pl. Sph. 262d
, cf. Tht. 202b:—[voice] Pass., ; of words, opp. ἁπλῶς λέγεσθαι (to be used singly), Arist.Ph. 195b15, cf. Metaph. 1014a13; κατηγορίαι συμπεπλεγμέναι complex, opp. ἁπλαῖ, Id.APr. 49a8, cf. Int. 16a23, PA 643b30; περὶ τοῦ -πεπλεγμένου on the compound sentence, title of work by Chrysipp., Stoic.2.68.3 more generally, εὖ τοῖς ὀνόμασι σ. τοὺς νόμους mix up or interweave the laws with rhetorical ornament, D.58.41; σ. τὰς πίστεις τῶν ἀσθενῶν τοῖς προτεινομένοις combines the proof of the weak points with.., D.H.Rh.8.5; cf. συμπλοκή; σ. πράξεις connect, involve them in mutual relations, Plb.5.105.4, D.S.16.42; [ συμπτώματα] Gal.18(2).157; but σ. ἀλλήλαις τὰς πράξεις mix them up, confuse them in a narrative, Plb.5.31.4, cf. Vett.Val.352.27;ἑτερογενῆ σημεῖα συμπλέκων Gal.16.747
.4 mix ingredients, Sor.1.77, Gal.12.647:—[voice] Pass., Arist. Ph. 189b5, Philum. ap. Orib.45.29.59.II [voice] Pass., of persons wrestling, to be intertwined, locked together (cf. σύμπλεγμα), συμπλεκέντος Γωβρύεω τῷ Μάγῳ Hdt.3.78
, cf. Gal.15.124: generally of combatants, to be engaged in close fight,συμπλακέντες διαγωνίζεσθαι D.9.51
, cf. Plb.1.28.2, Luc.Symp.44;σ. τοῖς πολεμίοις Plb.3.69.13
;πρὸς τὴν οὐραγίαν Id.4.11.7
; of a ship, to be entangled with her opponent, Hdt.8.84, Plb.1.23.6: metaph., to be at grips with, συμπλακέντα τῇ Σκυθῶν ἐρημίᾳ (i. e. Euathlus) Ar.Ach. 704; συμπεπλέγμεθα ξένῳ we are entangled or engaged with him, E.Ba. 800, cf. Aeschin.2.153;περὶ τὸ βῆμα τῷ Περικλεῖ Plu.Per.11
; of war, ; of disputes, etc., to be involved in, λοιδορίαις ς. Pl.Lg. 935c; ταῖς μάχαις, τοῖς πολιτικοῖς πράγμασιν, Phld.Mus.p.27K., Rh.1.11S., cf. BGU 1011 iii 7(iii B.C.);σ. τοῖς Στωικοῖς Luc.Symp.30
;σ. καὶ μεμψιμοιρεῖν Plb.18.8.3
.2 of sexual intercourse,Θέτιδι συμπλακείς S.Fr. 618
; συμπλέκεσθαι ἀλλήλοις to be locked together, Pl.Smp. 191a, cf. e; in Arist. of animals, HA 541b3, 542a16.3 Astrol., enter into combination, τῇ Σελήνῃ ὁ τοῦ Διὸς ς. Vett.Val.120.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπλέκω
-
14 ἤτριον
A warp (the woof being κρόκη), Pl.Phdr. 268a, Theoc.18.33, AP6.288 (Leon., pl.): in pl., a thin, fine cloth, such that one could see between the threads,ἤτρια πέπλων E. Ion 1421
; ἤτρια βύβλων leaves made of strips of papyrus, prob. cj. in AP 9.350 (Leon. Alex.);τὸ διὰ ἠτρίου ἠθημένον Gal.19.98
. -
15 ἤτριον
Grammatical information: n.Meaning: `warp' (Pl., E., Theoc.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: For the formation cf. ἠρίον. Semantically connection with ἄττομαι `set the warp in the loom' (s. v.) is probable; cf. with related meaning the derived ἄσμα, δίασμα. Here perhaps also ἐπήτριμοι `close(ly woven), thronged' (s. v.). - Older suggestions rightly rejected by Bq.Page in Frisk: 1,645-646Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἤτριον
См. также в других словарях:
ἄτριον — neut nom/voc/acc sg ἄ̱τριον , ἤτριον warp neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτριον — Το μεγάλο, κεντρικό δωμάτιο της ρωμαϊκής οικίας, ανάμεσα σε δύο στοές. Φωτισμένο από τετράγωνο άνοιγμα της στέγης, είναι αντίστοιχο προς το ομηρικό μέγαρο. Εκεί υπήρχε ο βωμός των εφεστίων θεών, η εστία, η νυμφική κλίνη. Επίσης, εκεί ζούσε την… … Dictionary of Greek
ἀτρίῳ — ἄτριον neut dat sg ἀ̱τρίῳ , ἤτριον warp neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτρια — ἄτριον neut nom/voc/acc pl ἄ̱τρια , ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
утрин — полотняный , только русск. цслав. утрьнъ, утринъ βύσσινος (Срезн. III, 1314). Возм., родственно словам, приводимым на усло: лит. audžiu, austi ткать . Ср. особенно др. инд. ōtum, vātavē ткать , греч. ἤτριον, ἄτριον ткань ; см. о близких формах… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Паперть — или внешний притвор (άτριον, atrium, impluvium, pars aperta) непокрытая кровлей площадка перед внутренним притвором, на которой в первые века христианства стояли плачущие (см. Покаяние). В средине П. устраивался бассейн с водой, в котором… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Паперть — Нищие на паперти (Болгария) … Википедия
άτριο — το (AM ἄτριον) αρχιτ. 1. το πρώτο και μεγαλύτερο στεγασμένο τμήμα της αρχαίας ρωμαϊκής κατοικίας όπου οδηγούσαν όλα τα άλλα δωμάτια, ο πρόδομος 2. το αίθριο, τετράγωνη περίστυλη αυλή των εκκλησιών 3. πρόναος ή εξωτερική αυλή των εκκλησιών των… … Dictionary of Greek
ήτριον — ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, τό (Α) 1. (για την υφαντική) το στημόνι 2. συνεκδ. ύφασμα 3. φρ. «ἤτρια βύβλων» λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρ ιον (πρβλ. ηρ ίον, κηρ ίον). Η λ. απαντά ως β συνθετικό στο συνθ.… … Dictionary of Greek
αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… … Dictionary of Greek
ἄτρι' — ἄτρια , ἄτριον neut nom/voc/acc pl ἄ̱τρια , ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)