-
1 αρωμαι
-
2 άρωμαι
-
3 ἄρωμαι
-
4 αρώμαι
ἀράομαιpray to: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἀράομαιpray to: pres ind mp 1st sgἀράομαιpray to: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)ἀράζωsnarl: fut ind mid 1st sgἀρέομαιpres subj mp 1st sg (attic epic doric)ἀρόωplough: pres subj mp 1st sgἀρόωplough: pres ind mp 1st sg (doric aeolic) -
5 ἀρῶμαι
ἀράομαιpray to: pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἀράομαιpray to: pres ind mp 1st sgἀράομαιpray to: pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)ἀράζωsnarl: fut ind mid 1st sgἀρέομαιpres subj mp 1st sg (attic epic doric)ἀρόωplough: pres subj mp 1st sgἀρόωplough: pres ind mp 1st sg (doric aeolic) -
6 ἀντάω
I c. dat. pers., come opposite to, meet face to face, meet with, ἥ οἱ ἔπειτ' ἤντησ' ib.6.399;ἤντεον ἀλλήλοισιν 7.423
; so also in Trag.,ἀνέμοις ἀ. A.Supp.36
; , etc.II = ἀντιάω, c. gen.,1 c. gen. pers., meet in battle,εἴ κεν πάντων ἀντήσομεν Od.16.254
, cf. Il.16.423: also without any hostile sense, σπέρμα μὲν ἄντασ' Ἐρεχθειδᾶν by lineage she reached, went up to the Erechtheidae, S.Ant. 982.2 c. gen. rei, meet with, take part in, partake in or of, μάχης, δαίτης, Il.7.158, Od.3.44; κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς how thou hast gained sight of him, ib.17.44, cf. 3.97; soἀ. ξεινίων Hdt.2.119
;ἁλώσιος Pi. O.10(11).42
; ἀ. τινὸς ὑπό τινος meet with such and such treatment from another, Hdt.1.114;σφῷν.. θεοῖς ἀρῶμαι μή ποτ' ἀντῆσαι κακῶν S.OC 1445
.III c. acc., (s.v.l.).— The simple Verb never in Com. or [dialect] Att. Prose; but cf. ἀπαντάω. -
7 ἀράομαι
Aἄρασθαι Sapph.Supp.5.22
: [tense] fut. ἀράσομαι [ᾱ], [dialect] Ion. ἀρήσομαι: [tense] aor. ἠρησάμην, [dialect] Aeol. [ per.] 3pl.ἀράσαντο Sapph.51
: [tense] pf. ἤρᾱμαι (only in compds. ἐπήραμαι, κατήραμαι): ([etym.] ἀρά): [[pron. full] ᾱρ Hom., ᾰρ Lyr., Trag.]:—poet. Verb (v. infr.), pray to a god,Ἀπόλλωνι Il.1.35
;δαίμοσιν 6.115
: once c. acc., invoke,στυγερὰς ἀρήσετ' Ἐρινῦς Od.2.135
.2 c. acc. et inf., pray that..,ἀρᾶται δὲ τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ 11.9.240
;τὰ ἐναντία.. ἀρέομαι ὑμῖν γενέσθαι Hdt.3.65
codd.; ἠρῶντο (sc. σφέας) ἐπικρατῆσαι prayed that they might prevail, 8.94;ἥ σε θεοῖς ἀρᾶται.. μολεῖν S.Aj. 509
, cf. Ar.Th. 350.b c. inf. only, πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι would pray to be, Od.1.164.c folld. by optat., ἀρώμενος εἷος ἵκοιο praying till thou should'st come, ib.19.367.3 pray for,ἔσλα τῷ γάμβρῳ Sapph.51
;ἀ. τινὶ ἀγαθά Hdt.1.132
: c. inf.,σφᾦν.. θεοῖς ἀρῶμαι μή ποτ' ἀντῆσαι κακῶν S.OC 1445
; more freq. in bad sense, imprecate, ;ἀρὰς ἀ. τινί Id.OC 952
, And.1.31, cf. A.Th. 633, Pr. 912; and without an acc., ἀρᾶσθαί τινι to curse one, E.Alc. 714, cf. S.OT 1291.4 c. [tense] fut. inf., vow that..,πατὴρ ἠρήσατο Πηλεὺς.. με.. σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν τε Il.23.144
.II [voice] Act. only in [dialect] Ep. [tense] aor. inf., ἀρήμεναι μέλλεις you are like to have prayed, Od.22.322.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀράομαι
-
8 ἄρνυμαι
ἄρνυμαι, aor. 1 ἠράμην, 2 sing. ἤραο, aor. 2 ἀρόμην, subj. ἄρωμαι, 2 sing. ἄρηαι, opt. ἀροίμην ( ἀρέσθαι and ἄρασθαι are sometimes referred to ἀείρω, αἴρω, q. v.): carry off (usually for oneself), earn, win; freq. the pres. and ipf. of attempted action, οὐχ ἱερήιον οὐδὲ βοείην | ἀρνύσθην, were not ‘trying to win,’ Il. 22.160 ; ἀρνύμενος ἥν τε ψῦχὴν καί νόστον ἑταίρων, ‘striving to achieve,’ ‘save,’ Od. 1.5, cf. Il. 6.446; aor. common w. κλέος, κῦδος, εὖχος, νίκην, ἀέθλια, etc.; also of burdens and troubles, ὅσσ' Ὀδυσεὺς ἐμόγησε καὶ ἤρατο, ‘took upon himself,’ Od. 4.107, Il. 14.130, Il. 20.247.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄρνυμαι
См. также в других словарях:
αρώμαι — ἀρῶμαι ( άομαι) (Α) 1. προσεύχομαι, παρακαλώ, ζητώ 2. καταριέμαι κάποιον για κάτι 3. τάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρά*. ΣΥΝΘ. αρχ. νεοελλ. καταρώμαι αρχ. αναρώμαι, απαρώμαι, διαρώμαι, εναρώμαι, εξαρώμαι, επαρώμαι] … Dictionary of Greek
ἀρῶμαι — ἀράομαι pray to pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀράομαι pray to pres ind mp 1st sg ἀράομαι pray to pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἀράζω snarl fut ind mid 1st sg ἀρέομαι pres subj mp 1st sg (attic epic doric) ἀρόω plough pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρωμαι — αἴρω attach aor subj mid 1st sg ἄ̱ρωμαι , αἴρω attach aor subj mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
αρέομαι — (I) ἀρέομαι ιων. (Α) βλ. αρώμαι. (II) ἀρέομαι (Α) [άρνυμαι] (μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω … Dictionary of Greek
δημάρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
εξαρώμαι — ἐξαρῶμαι, άομαι (Α) [αρώμαι] 1. καταριέμαι 2. (για ίδρυση ναού) καθιερώνω, καθαγιάζω με προσευχές … Dictionary of Greek
επάρατος — η, ο (AM ἐπάρατος, ον) νεοελλ. απαίσιος, φοβερός, μισητός («η επάρατη κατοχή») αρχ. μσν. επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ. «τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
επαρώμαι — ἐπαρῶμαι, άομαι (Α) 1. επικαλούμαι την οργή τών θεών εναντίον κάποιου, προφέρω κατάρες, καταριέμαι («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι επίσημα, ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῑναι κἀπαράσασθαι τάδε», Ευρ.) 3. υπόσχομαι επί πλέον.… … Dictionary of Greek
θεοκατάρατος — η, ο (AM θεοκατάρατος, ον) 1. ο καταραμένος από τον θεό 2. το αρσ. ως ουσ. ο διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κατ άρατος (< κατ αρώμαι), πρβλ. λαο κατ άρατος, τρισ κατ άρατος] … Dictionary of Greek
καταριέμαι — και καταργιούμαι και καταρώμαι (AM καταρῶμαι, άομαι) 1. εκφράζω την επιθυμία να πάθει κάποιος κακό, ξεστομίζω κατάρα (α. «μην τόν καταριέσαι γιατί είναι παιδί σου» β. «τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε ὀπίσσω», Ομ. Οδ.) 2. (μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek