-
1 socha
άγαλμα -
2 statue
άγαλμα -
3 posąg
άγαλμα -
4 statua
άγαλμα -
5 heykel
άγαλμα, γλυπτό, ανδριάντας -
6 статуя
-
7 изваяние
извая||ниес τό γλυπτό, τό ἀγαλμα:как \изваяние ἀκίνητος σάν ἀγαλμα. -
8 фигура
фигураж1. (человека) τό σώμα, ἡ κορμοστασιά, τό παράστημα:у него хорошая \фигура ἔχει καλό παράστημα· стройная \фигура ἡ λυγερή κορμοστασιά·2. перен τό πρόσωπο[ν]:крупная \фигура τό σπουδαίο πρόσωπο· жалкая \фигура τό ἀξιολύπητο πρόσωπο·3. мат, лит. τό σχήμα:геометрическая \фигура τό γεωμετρικό σχήμα· риторическая \фигура τό ρητορικό σχήμα·4. шахм. τό πιόνι, ὁ πεσσός·5. (в спорте, в танцах) ἡ φιγούρα·6. (скульптура) τό ἄγαλμα:мраморная \фигура τό μαρμάρινο ἄγαλμα· ◊ \фигура высшего пилотажа οἱ ἀκροβατικές ἀεροπορικές ἀσκήσεις. -
9 истукан
-а α.1. άγαλμα, είδωλο.2. (απλ.) άκαρδος, σκληρόκαρδος. || κουτός, ανόητος.εκφρ.стоять (сидеть) -ом ή как истукан – α) στέκομαι σαν άγαλμα (ακίνητος). β) στέκομαι σαν ξύλο (ανόητος). -
10 кумир
-а α.είδωλο, άγαλμα. || παλ. άγαλμα αρχαίο. || μτφ. ίνδαλμα•создить, сотворить себе кумир; возвести в кумир εξιδανικεύω.
-
11 статуя
-
12 Effigy
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Effigy
-
13 Figure
v. intrans.——————subs.Shape: P. and V. σχῆμα, τό, εἶδος, τό, ἰδέα, ἡ, μορφή, ἡ (Plat.), V. μόρφωμα, τό.Appearance: P. and V. ὄψις, ἡ.Moulded figure: Ar. and P. πλάσμα, τό.Number: P. and V. ἄριθμος, ὁ.The figure one: P. μονάς, ἡ.The figure two: P. δυάς, ἡ.Figure in geometry: P. διάγραμμα, τό.A square figure: P. χωρίον τετράγωνον.Figure of speech: Ar. and P. εἰκών, ἡ.To use a figure of speech: P. ὡς ἔπος εἰπεῖν, V. ὡς εἰπεῖν ἔπος.Figures in dancing: P. and V. σχήματα, τά (Eur., Cycl. 221).Perform figures: P. σχήματα σχηματίζειν (Plat.), or Ar. σχηματίζειν alone ( Pax, 324).Figures in relief on shields, etc.: V. τυποί, οἱ (Eur., Phoen. 1130).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Figure
-
14 Glory
subs.Honour, fame: P. and V. δόξα, ἡ, τιμή, ἡ, κλέος, τό (rare P.), εὐδοξία, ἡ, ἀξίωμα, τό, ὄνομα, τό, Ar. and V. εὔκλεια, ἡ, κῦδος, τό, V. κληδών, ἡ.The general wins all the glory: V. ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται (Eur., And. 696).Splendour, magnificence: P. λαμπρότης, ἡ, P. and V. σχῆμα, τό, πρόσχημα, τό, V. χλιδή, ἡ, ἀγλάϊσμα, τό, ἄγαλμα, τό, P. μεγαλοπρέπεια, ἡ.The glory of, boast of: P. and V. σχῆμα, τό, V. πρόσχημα, τό, ἄγαλμα, τό, φάος, τό, φῶς, τό, αὔχημα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Glory
-
15 Image
subs.Image of a god: P. and V. ἄγαλμα, τό, Ar. and V. βρέτας, τό, V. ξόανον, τό (Eur., Ion. 1403 and I.T. 1359).Resemblance, reflection: P. and V. εἰκών, ἡ.The very image of you: Ar. αὐτέκμαγμα σόν (Thes. 514).Mental picture: P. εἴδωλον, τό, P. and V. εἰκών, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Image
-
16 Ornament
subs.P. and V. κόσμος, ὁ, V. ἄγαλμα, τό.Concretely, of persons or things, the glory, boast of: P. and V. σχῆμα, τό, V. πρόσχημα, τό, ἄγαλμα, τό, αὔχημα, τό; see Glory.——————v. trans.P. and V. κοσμεῖν, V. ἀγάλλειν, ἀσκεῖν, ἐξασκεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ornament
-
17 Statue
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Statue
-
18 статуя
το άγαλμα, (памятник) о ανδριάντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > статуя
-
19 табернакль
арх. η εσοχή (με το άγαλμα του αγίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > табернакль
-
20 памятник
памятникм τό μνημεῖο[ν] / ὁ ἀνδριάς, τό ἀγαλμα (статуя):\памятник Пушкину ὁ ἀνδριάς τοῦ Ποῦσκιν· надгробный \памятник τό μνημεῖον, ὁ τύμβος· \памятникн письменности μνημεία ἀρχαίας γραφής· воздвигнуть \памятник ἐγείρω μνημείον.
См. также в других словарях:
ἄγαλμα — glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
άγαλμα — το, ατος γλυπτό ομοίωμα Θεού, ανθρώπου ή ζώου: Ένα από τα ωραιότερα αγάλματα είναι ο Ερμής του Πραξιτέλη στην Ολυμπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τἄγαλμ' — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg ἄ̱γαλμαι , ἀγάλλω glorify perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὤγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγαλμ' — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg ἄ̱γαλμαι , ἀγάλλω glorify perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλμάτων — ἄγαλμα glory neut gen pl ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλμασι — ἄγαλμα glory neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλμασιν — ἄγαλμα glory neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλματα — ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)