-
21 ставить
ставитьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:\ставить в ряд βάζω στή σειρά· \ставить что́-л. на стол βάζω κάτι στό τραπέζι·2. (компресс и т. п.) ἐπιθέτω, βάζω:\ставить кому́-л. банки βάζω κάποιου βεντοῦζες· \ставить термометр βάζω τό θερμόμετρο·3. (пьесу и т. п.) ἀνεβάζω ἔργο:\ставить о́перу ἀνεβάζω ὄπερα·4. (устанавливать) ἀνεγείρω, στήνω:\ставить памятник στήνω μνημείο, στήνω ἄγαλμα, ἀνεγείρω ἀνδριάντα· \ставить телефон βάζω τηλέφωνο·5. (в игре) ποντάρω· ◊ \ставить диагноз κάνω διάγνωση· \ставить условия θέτω ὅρους· \ставить кого-л. во главе́ чего-л. βάζω κάποιον ἐπί κεφαλής· \ставить вопрос θέτω τό ζήτημα· \ставить под вопрос ἀμφισβητώ, θέτω ὑπό ἀμφισβήτησιν \ставить в трудное положение βάζω σέ δύσκολη θέση· \ставить на голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν \ставить свою подпись βάζω τήν ὑπογραφή μου· ни в грош не \ставить кого-л. разг δένΛογαριάζω κάποιον (γιά τίποτα)· \ставить все на карту διακυβεύω τά πάντα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα. -
22 статуя
статуяж τό ἄγαλμα, ὁ ἀνδριάς. -
23 bronze
[bronz]noun, adjective1) ((of) an alloy of copper and tin: The medal is (made of) bronze.) μπρούντζος, μπρούντζινος2) ((of) its reddish brown colour.) μπρούντζινος3) ((a work of art) made of bronze: an exhibition of bronzes.) ορειχάλκινο άγαλμα•- bronzed- bronze medal -
24 statue
['stætju:](a sculptured figure of a person, animal etc in bronze, stone, wood etc: A statue of Nelson stands at the top of Nelson's Column; The children stood as still as statues.) άγαλμα -
25 статуя
[στάτουγια/] ουσ. θ. άγαλμα -
26 статуя
[στάτουγια] ουσ θ άγαλμα -
27 бронза
-и θ.1. ορείχαλκος, μπρούζος.2. άγαλμα ορειχάλκινο. -
28 гипсовый
επ.γυψωτός, γυψούχος•-не почвы γυψωτά εδάφη.
|| γύψινος•-ая повязка γύψινος επίδεσμος•
-ая статуя γύψινο άγαλμα•
гипсовый слепок γύψινο εκμαγείο.
-
29 изваяние
-я ουδ.άγαλμα γλυπτικό έργο. -
30 колосс
-а α.1. άγαλμα υπερφυσικών διαστάσεων•колосс родосский ο κολοσσός της Ρόδου.
2. (γραπ. λόγος) τεράστιος, πελώριος•колосс мысли κολοσσός της σκέψης•
колосс науки κολοσσός της επιστήμης.
εκφρ.колосс на глиняных ногах – κολοσσός με πήλινα πόδια (αδύνατος, ετοιμόρροπος). -
31 маска
-и θ.1. προσωπίδα, προσωπείο, μάσκα.2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση•маска равнодушия μάσκα απάθειας, αδιαφορίας•
под -ой лояльности με τη μάσκα της νομιμοφροσύνης.
|| άγαλμα κεφαλιού ανθρώπου ή ζώου. || εκμαγείο, γύψινη μάσκα.3. προφυλακτικό μέσο•противогазная маска αντιασφυξιογονική μάσκα•
фехтовальная маска μάσκα ξιφασκίας.
4. (στρατ.) καμουφλάζ, -άρισμα.надеть (на себя) -у φορώ μάσκα (κρύβω την πραγματικότητα)• προσποιούμαι•носить -у φέρω (φορώ) μάσκα κρύβω το ουσιώδες, την αλήθεια προσποιούμαι•
сорвать -у αφαιρώτο προσωπείο (φανερώνω).
-
32 мраморный
επ.μαρμάρινος•-ая статуя μαρμάρινο άγαλμα.
|| μαρμαροειδής•-ая бумага μαρμαροειδές χαρτί ή μαρμαρόκολλα.
|| άσπρος σαν μάρμαρο•-ая шея κατάλευκος (χιονόλευκος) λαιμός•
женщина с -ой шеей γυναίκα μαρ-μαρτράχηλη.
-
33 отлить
отолью, отольшь, παρλθ. χρ. отлил, отлила отлило, προστκ. отли,ав. μτχ. παρλθ. χρ. отлитый, βρ: отлит, отлита, отлитоρ.σ.μ. (με γεν. κ. αιτ.).1. εκχύνω, ξεχύνω• αδειάζω ρίχνω.2. αντλώ, βγάζω•отлить воду из котлована βγάζω νερό από το λάκκο.
3. (για νερό, κύμα κ.τ.τ.) γυρίζω, κυλώ πίσω επιστρέφω.4. συνεφέρω χύνοντας νερό.5. (απλ.) βρέχω, καταβρέχω μουσκεύω.6. (τεχ.) χύνω, εκτυπώνω•отлить колокол χύνω καμπάνα•
отлить статую χύνω άγαλμα•
отлить детали χύνω εξαρτήματα.
(για μέταλλα) χύνομαι, εκτυπώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, παίρνω τη μορφή.εκφρ.отольются волку овечьи ή кошке мышкины слёзки; отольются чьи слёзы (слёзки) кому – εκδικούμαι, βγάζω το άχτι μου θα -κλάψει και η δική σου μάνα• έσεται ήμαρ, θά ρθειη μέρα. -
34 памятник
-а α.1. μνημείο• ανδριάντας• άγαλμα•памятник Колокотронису в Афинах ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα•
памятник павшим μνημείο των πεσόντων.
2. τύμβος• επιτύμβιος λίθος, επιτάφια πλάκα ταφόπετρα το επιτύμβιο (επίγραμμα).3. έργο παρελθόντος•археологический памятник αρχαιολογικό μνημείο•
литературный памятник λογοτεχνικό μνημείο•
памятник народного творчества μνημειώδες έργο λαϊκής δημιουργίας.
-
35 перелить
-лью, -льшь, παρλθ. χρ. перелил-ла, -ло, προστκ. перелей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелитый, βρ: -лит, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταγγίζω, μετακενώνω τραβατσάρω, χύνω, αδειάζω. || μτφ. εμβάλλω, μεταδίνω (για σκέψεις, αισθήματα, ενέργεια κ.τ.τ.).2. χύνω παραπάνω από το κανονικό•я -ил три капли лекарства έρριξα πάνω από τρεις σταγόνες φάρμακο.
3. ξαναχύνω•перелить статую ξαναχύνω το άγαλμα.
|| χύνω τήκω, λιώνω.4. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω.1. μεταγγίζομαι.2. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω. || πλημμυρίζω. -
36 Adornment
subs.P. and V. κόσμος, ὁ.Ornament: V. ἄγαλμα, τό.Personal adornment: P. σώματος σχηματισμός, ὁ (Plat.).The art of personal adornment: P. ἡ κομμωτική (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Adornment
-
37 Boast
subs.The boast of (concretely of persons or things): P. and V. σχῆμα, τό, V. πρόσχημα, τό, ἄγαλμα, τό, αὔχημα, τό (Eur., Phoen. 1131).——————v. intrans.P. and V. μέγα λέγειν, μέγα εἰπειν, Ar. and P. ἀλαζονεύεσθαι, P. μεγαλαυχεῖσθαι, ἐπικομπεῖν (Thuc.), Ar. and V. εὔχεσθαι, V. ἐξεύχεσθαι, ἐπεύχεσθαι (also Plat. but rare P.), ἐξεπεύχεσθαι, αὐχεῖν (also Thuc. but rare P.), ἐξαυχεῖν, κομπεῖν (rare P.), κομπάζειν (rare P.), ἐκκομπάζειν, φλύειν (Æsch., P.V. 504).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Boast
-
38 Bust
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bust
-
39 Decoration
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Decoration
-
40 Embellishment
subs.P. and V. κόσμος, ὁ. met., P. ποικιλία, ἡ (Dem. 844).Ornament: V. ἄγαλμα, τό, P. καλλωπισμός, ὁ; see Adornment.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Embellishment
См. также в других словарях:
ἄγαλμα — glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
άγαλμα — το, ατος γλυπτό ομοίωμα Θεού, ανθρώπου ή ζώου: Ένα από τα ωραιότερα αγάλματα είναι ο Ερμής του Πραξιτέλη στην Ολυμπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τἄγαλμ' — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg ἄ̱γαλμαι , ἀγάλλω glorify perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὤγαλμα — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγαλμ' — ἄγαλμα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc sg ἄ̱γαλμαι , ἀγάλλω glorify perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαλμάτων — ἄγαλμα glory neut gen pl ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γαλμάτων , ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγαλματόω make into an image imperf ind act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλμασι — ἄγαλμα glory neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλμασιν — ἄγαλμα glory neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλματα — ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)