-
1 ανωτάτη
ἀνώτατοςtopmost: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀνώτατοςtopmost: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀνωτάτη
Βλ. λ. ανωτάτη -
3 ἀνωτάτῃ
Βλ. λ. ανωτάτη -
4 ανώτατη τεχνική σχολή
ηFachhochschule f -
5 высший
высший ανώτατος \высший сорт η ανώτατη ποιότητα \высшийее учеб ное заведение το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα \высшийее об разование η ανώτατη εκπαί δευση* * *вы́сший сорт — η ανώτατη ποιότητα
вы́ее уче́бное заведе́ние — το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα
вы́ее образова́ние — η ανώτατη εκπαίδευση
-
6 высший
высш||ийприл ἀνώτερος, ἀνώτατος/ ὑπέρτατος (крайний):\высшийее образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· \высшийее учебное заведение τό ἀνώτατο ἐκπαιδευτικό ίδρυμα, ἡ ἀνωτάτη σχολή· \высший сорт ἡ ἀνωτάτη ποιότης· в \высшийей степени στον ὑπέρτατο βαθμόν \высшийая математика τά ἀνώτερα μαθηματικά· \высшийая мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή. -
7 образование
1. (действие) η ίδρυση, η θεμελίωση, η εγκαθίδρυση, η δημιουργία 2. (результат) о σχηματισμός 3. (появление, создание) о σχηματισμός, η εμφάνιση, η διαμόρφωση 4. (обучение, просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηначальное - κατώτερη -, πρωτοβάθμια -среднее - μέση -, δευτεροβάθμια -5. (совокупность знаний, полученных в результатеобучения) η μόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образование
-
8 вуз
вуз м (высшее учебное заведение) το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, η ανώτατη σχολή* * *м(вы́сшее у́чебное заведе́ние) το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, η ανώτατη σχολή -
9 образование
I образование Ι с (просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωση· начальное (среднее. высшее) \образование η στοιχειώδης ( μέση, ανώτατη) εκπαίδευση· техническое \образование η τεχνική μόρφωση* получить \образование αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου II образование II с (создание) ο σχηματισμός* * *I с( просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηнача́льное (сре́днее, вы́сшее) образова́ние — η στοιχειώδης (μέση, ανώτατη) εκπαίδευση
техни́ческое образова́ние — η τεχνική μόρφωση
II сполучи́ть образова́ние — αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου
( создание) ο σχηματισμός -
10 школа
школа ж το σχολείο; η σχολή (училище)' \школа-интернат το οικοτροφείο* начальная \школа το δημοτικό σχολείο; средняя \школа το σχολείο μέσης εκπαίδευσης; высшая \школа η ανώτατη σχολή* * *жτο σχολείο; η σχολή ( училище)шко́ла-интерна́т — το οικοτροφείο
нача́льная шко́ла — το δημοτικό σχολείο
сре́дняя шко́ла — το σχολείο μέσης εκπαίδευσης
вы́сшая шко́ла — η ανώτατη σχολή
-
11 ανώτατος
-
12 высший
-ая, -ее υπερθ. β. του επ. высокий.1. ανώτατος, υπέρτατος•-ая судебная инстанция ο ανώτατος δικαστικός οργανισμός•
-командный состав το ανώτατο διοικητικό σώμα•
-ее начальство η ανώτατη διοίκηση•
-ая точка το ανώτατο σημείο•
-ая форма организации ανώτατη μορφή οργάνωσης•
-ее учебное заведение ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
2. ανώτερος•-ее образование ανώτερη μόρφωση•
-ая математика τα ανώτερα μαθηματικά•
-ая школа ανώτερη σχολή•
-ее качество ανώτερη ποιότητα.
εκφρ.высший пилотаж – εναέρια ακροβασία, αεροπορική επίδειξη•- ая мера наказания – η εσχάτη των ποινών•- ее общество – η ανώτερη κοινωνία•в -ей степени – στον ανώτατο (υπερθετικό) βαθμό. -
13 βούλομαι
βούλομαι, impf. ἐβούλετο Xen. An. 1, 1, 1; ἠβούλετο Cyr. 6, 1, 33; fut. βουλήσομαι; aor. ἐβουλήϑην, att. ἠβ.; perf. βεβούλημαι Dem. 18. 2; bei Hom. nur praes. und imperfect.; vgl. προβέβουλα, βόλομαι volo; 1) mit Ueberlegung sich entschließen, vornehmen, vgl. ἐϑέλω, von dem es Ammon. so unterscheidet: β. ἐπὶ μόνου λογικοῦ, ϑέλειν καὶ ἐπὶ ἀλόγου ζῴου; unstreitig ist ἐϑέλω das umfassendere Wort, die Neigung, Luft ausdrückend, vgl. Buttm. Lexil. I p. 26 ff., dessen Ansicht nicht durchweg haltbar; bei βούλομαι ist an die Ausführung zu denken, dah. gew. οἱ ϑεοὶ βούλονται, da sie alles ausführen können; vgl. Eur. I. T. 61 ἀδελφῷ βούλομαι δοῠναι χοὰς, ταῠτα γὰρ δυναίμεϑ' ἄν; dah. es oft geradezu = beschließen ist; damit stimmen auch Stellen überein, wie Dem. 2, 20 ἂν οἵτε ϑεοὶ ϑέλωσι, καὶ ὑμεῖς βούλησϑε, wo nur Geneigtheit der Götter u. Entschließung der Bürger verlangt wird; ja auch 19, 23 οὔτ' ἀκούειν ἠϑέλετε οὔτε πιστεύειν ἠβούλεσϑε kann so gefaßt werden; obwohl beide Verba an manchen Stellen ohne erheblichen Unterschied gebraucht sind. – Wollen, beabsichtigen, gew. mit dem inf., von Hom. an überall; der inf. fut., den die alten Gramm. verwerfen, findet sich doch an einzelnen Stellen, s. Schäfer ad poet. Gnom. p. 16. Aus Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Il. 1 i, 79 ist zu erkl. Τρώεσσι νίκην 16, 121, er beschloß ihnen Sieg, verlieh ihnen Sieg; τῷ κε Ποσειδάων γε, καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ, αἶψα μεταστρέψειε νόον μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ Iliad. 15, 51; ἐς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι), ich will ins Bad, Ar. Ran. 1279; τὰ Συρακουσίων, den Spr. geneigt sein, sich für sie entscheiden, Thuc. 6, 80; Sp. sogar κακῶς τινι, Dion. Hal. 3, 21; – τὸ βουλόμενον, die Willensmeinung, Entschluß, Eur. I. A. 33. 1270; Antiph. 5, 73 u. Sp.; – ἔστιν ἐμοὶ βουλομένῳ, = βούλομαι, Thuc. 2, 3; Plat. Soph. 254 b Crat. 384 a u. sonst; – ὁ βουλόμενος, Jeder, der da will, der Erste, Beste, Gorg. 527 a u. sonst sehr oft; auch mit πᾶς, Rep. III, 416 d; seltener ὃς βούλει, Gorg. 417 a; vgl. Crat. 432 a; – βουλόμενος, in der Absicht, um zu, Att.; – βούλει, seltener βούλεσϑε, mit darauf folgendem Conj. in auffordernden Fragen, βούλει, φράσω, willst du, soll ich dir sagen, Ar. Equ. 36; βούλει λάβωμαι δῆτα καὶ ϑίγω τί σου Soph. Phil. 751; vgl. Eur. Phoen. 734; Plat. Gorg. 454 d; auch außer der Frage, εἴτε τι βούλει προςϑῇς ἢ ἀφέλῃς Phaed. 95 e; vgl. Rep. II, 372 e; u. wo es parenthetisch ist, πόϑεν βούλει, ἄρξωμαι Xen. Oec. 16, 8; erst Sp. haben das fut. dabei; – stärker: verlangen, befehlen, ὁ νόμος βούλεται τούτους εὖ βασανίζειν Plat. Conv. 184 a; bei Sp. behaupten; übertr., von Sachen, τί τοῦτο βούλεται; was will das, was hat das zu bedeuten? τί β. οὗτος ὁ μῦϑος; Plat. Theaet. 156 c; vgl. Parm. 128 a Legg. II, 668 c. So bes. auch Arist. – 2) lieberwollen, vorziehen, βούλομ' ἅπαξ ἀπὸ ϑυμὸν ὀλέσσαι ἢ δηϑὰ στρεύγεσϑαι Od. 12, 350; vgl. Il. 1, 117. 23, 594 Od. 11, 489. 16, 106; βουλήσει ποτὲ καὶ δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ 'ν ἐμοὶ ϑρασύς Soph. Ai. 1293; vgl. Her. 3, 124; Plat. Alc. II, 658 a; Babr. 65, 7. Seltener ohne ἤ, Il. 1, 112 Od. 15, 88. Häufig im Art., bes. Plat. εἰ δὲ βούλει, wenn du lieber willst, od. wenn du willst, was geradezu Partikel wird »oder auch«. Vgl. βούλεται δ' αὐτοῖς ἡ μὲν ἀνωτάτη σφαῖρα τὸν ἥλιον, es soll bedeuten, Procl. bei Phot. 348.
-
14 академия
1. (высшее научное учреждение, вуз) η Ακαδημία 2. (военная) η ανώτατη στρατιωτική σχολήморская - η σχολή των ναυτικών δοκίμων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > академия
-
15 институт
1. (учебное заведение, научное учреждение) η ανωτάτη σχολή, το ανώτατο ίδρυματο Ινστιτούτο2.(социальный) о θεσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > институт
-
16 консерватория
το ωδείο, η ανωτάτη σχολή μουσικής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консерватория
-
17 факультет
η (ανωτάτη) σχολή, биологический - βιολογική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > факультет
-
18 школа
1. (учебное воспитательное учреждение) το σχολείοвечерняя - βραδυνό -, θερινό -2. (специали-зированное учебное заведение) η σχολή 3. (система, метод) η σχολή, ημέθοδος, το σύστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > школа
-
19 верховный
верхо́вн||ыйприл ἀνώτατος, ὑπατος:Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ· Верховный Суд τό Άνώτατο[ν] δικαστή ριο[ν]· Верховный Главнокомандующий ὁ 'Αρχιστράτηγος· \верховныйое командование ἡ 'Ανωτάτη διοίκηση[-ις]. -
20 вуз
вузм (высшее учебное заведение) ἡ ἀνωτάτη σχολή, τό ἀνώτατο[ν] ἐκπαιδευ-τικό[ν] ίδρυμα.
См. также в других словарях:
ἀνωτάτη — ἀνώτατος topmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωτάτῃ — ἀνώτατος topmost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών — (ΑΣΚΤ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και επιχορηγείται από το κράτος (η εποπτεία του ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) … Dictionary of Greek
μάγιστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες … Dictionary of Greek
μαγίστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες … Dictionary of Greek
Μαγναύρας, πανεπιστήμιο της- — Ανώτατη σχολή που ίδρυσε στο ομώνυμο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης, το 863, ο καίσαρας Βάρδας επί αυτοκρατορίας Μιχαήλ Γ’. Το πανεπιστήμιο αυτό –όπου διδάσκονταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, γεωμετρία και αστρονομία– διηύθυνε ο μεγάλος σοφός … Dictionary of Greek
Πανδιδακτήριο — Ανώτατη σχολή στην Κωνσταντινούπολη στους βυζαντινούς χρόνους. Ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αναδιοργανώθηκε δε και επεκτάθηκε από τον Θεοδόσιο B» τον Μικρό το 425 και, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, έγινε πραγματικό πανεπιστήμιο.… … Dictionary of Greek
πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek