-
1 αντισπαστος
-
2 αντισπαστικος
-
3 αδαγμος
См. также в других словарях:
ἀντίσπαστος — drawn in the contrary direction masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίσπαστος — Μετρικός πόδας ο οποίος αποτελείται από έναν ίαμβο που προηγείται και έναν τροχαίο που ακολουθεί, δηλαδή: υ υ. Ο πόδας αυτός, που λέγεται και βακχείος από ιάμβου, κατατασσόταν από τους αρχαίους στα πρωτότυπα μέτρα. Εισηγητής του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
ἀντίσπαστον — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem acc sg ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισπάστοις — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισπάστου — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισπάστους — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισπάστων — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισπάστῳ — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίσπαστα — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίσπαστοι — ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίσπαστ' — ἀντίσπαστα , ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction neut nom/voc/acc pl ἀντίσπαστε , ἀντίσπαστος drawn in the contrary direction masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)