Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἀδαγμός

См. также в других словарях:

  • ἀδαγμός — ὀδαγμός itching masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] …   Dictionary of Greek

  • οδάξ — ὀδάξ (Α) επίρρ. (κυρίως ως έκφραση πόνου ή έμμονης και μεγάλης οργής) με τα δόντια, δαγκωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀδάξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, προέρχεται από συμφυρμό τού ὀδών* και τού ρ. δάκνω «δαγκώνω», με επιρρμ. κατάλ. –αξ (πρβλ. λάξ,… …   Dictionary of Greek

  • οδαγμός — ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ , πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ δάγ μην, τού ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. μός (πρβλ. κηρυγ μός)] …   Dictionary of Greek

  • denk̂- —     denk̂     English meaning: to bite     Deutsche Übersetzung: “beißen”     Note: Root denk ̂ : “to bite” derived from Illyr. derivative of Root ĝembh , ĝmb̥ h : “to bite; tooth” common Illyr. ĝ > d phonetic mutatIon.     Material: O.Ind …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»