-
1 αντιστρατεύομαι
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 1st sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 1st sg -
2 ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 1st sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 1st sg -
3 ἀντιστρατεύομαι
A take the field, make war against,τινί X.Cyr.8.8.26
:—later in [voice] Act., D.S.22.15, J.AJ2.10.1 (abs.): metaph.,Ἔρωτες ἀ. τοῖς ὑπερηφανοῦσι Aristaenet.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστρατεύομαι
-
4 ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατεύομαι (s. στρατεύομαι; X., Cyr. 8, 8, 26; Diod S 22, 13, 2 Dind.; this is also the act., as Jos., Ant. 2, 240.—Nägeli 18; 23; cp. the noun ἀντιστράτηγος IXanthus VII p. 79, no. 37, 2 [I A.D.]) be at war with τινί, only fig. (cp. Aristaen. 2, 1 Ἔρωτες ἀ. τοῖς ὑπερηφανοῦσι) ἀ. τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου at war w. the law of my mind Ro 7:23.—DELG s.v. στρατός.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀντιστρατεύομαι
-
5 αντιστρατευόμεθα
ἀ̱ντιστρατευόμεθα, ἀντιστρατεύομαιtake the field: imperf ind mp 1st pl (doric aeolic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 1st plἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 1st plἀντιστρατεύομαιtake the field: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
6 ἀντιστρατευόμεθα
ἀ̱ντιστρατευόμεθα, ἀντιστρατεύομαιtake the field: imperf ind mp 1st pl (doric aeolic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 1st plἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 1st plἀντιστρατεύομαιtake the field: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
7 αντιστρατεύσεται
ἀντιστρατεύομαιtake the field: aor subj mp 3rd sg (epic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: fut ind mp 3rd sgἀ̱ντιστρατεύσεται, ἀντιστρατεύομαιtake the field: futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: aor subj mid 3rd sg (epic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: fut ind mid 3rd sg -
8 ἀντιστρατεύσεται
ἀντιστρατεύομαιtake the field: aor subj mp 3rd sg (epic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: fut ind mp 3rd sgἀ̱ντιστρατεύσεται, ἀντιστρατεύομαιtake the field: futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: aor subj mid 3rd sg (epic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: fut ind mid 3rd sg -
9 αντιστρατευομένας
ἀντιστρατευομένᾱς, ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem acc plἀντιστρατευομένᾱς, ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)ἀντιστρατευομένᾱς, ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem acc plἀντιστρατευομένᾱς, ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
10 ἀντιστρατευομένας
ἀντιστρατευομένᾱς, ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem acc plἀντιστρατευομένᾱς, ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)ἀντιστρατευομένᾱς, ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem acc plἀντιστρατευομένᾱς, ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
11 αντιστρατευομένων
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem gen plἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp masc /neut gen plἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem gen plἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp masc /neut gen pl -
12 ἀντιστρατευομένων
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem gen plἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp masc /neut gen plἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem gen plἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp masc /neut gen pl -
13 αντιστρατευόμενον
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp masc acc sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp neut nom /voc /acc sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp masc acc sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
14 ἀντιστρατευόμενον
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp masc acc sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp neut nom /voc /acc sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp masc acc sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
15 αντιστρατεύει
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 2nd sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 2nd sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind act 3rd sg -
16 ἀντιστρατεύει
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 2nd sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind mp 2nd sgἀντιστρατεύομαιtake the field: pres ind act 3rd sg -
17 αντιστρατευομένη
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
18 ἀντιστρατευομένη
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
19 αντιστρατευομένην
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
20 ἀντιστρατευομένην
ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic)ἀντιστρατεύομαιtake the field: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
ἀντιστρατεύομαι — take the field pres ind mp 1st sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστρατεύομαι — αντιστρατεύομαι, αντιστρατεύτηκα και αντιστρατεύθηκα βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιστρατεύομαι — (Α ἀντιστρατεύομαι κ. εύω) εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι νεοελλ. αντίκειμαι, αντιβαίνω σε κάτι αρχ. 1. εκστρατεύω, κάνω πόλεμο εναντίον κάποιου 2. εκστρατεύω κι εγώ … Dictionary of Greek
αντιστρατεύομαι — εύτηκα, εναντιώνομαι, είμαι αντίθετος σε κάτι: Οι εργάτες νομίζουν ότι το νομοσχέδιο για τις απεργίες αντιστρατεύεται στα συμφέροντά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιστρατεύσεται — ἀντιστρατεύομαι take the field aor subj mp 3rd sg (epic) ἀντιστρατεύομαι take the field fut ind mp 3rd sg ἀ̱ντιστρατεύσεται , ἀντιστρατεύομαι take the field futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀντιστρατεύομαι take the field aor subj mid 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένων — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευόμενον — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατεύει — ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 2nd sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 2nd sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένη — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένην — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένοις — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut dat pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)