-
1 αντιστρατευομαι
-
2 ἀντιστρατεύομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀντιστρατεύομαι
-
3 αντιστρατεύομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αντιστρατεύομαι
-
4 αντιστρατεύομαι
1) выступать против, противиться, противодействовать;2) не соответствовать, противоречить (чему-л.) -
5 ἀντιστρατεύομαι
противоборствовать, воевать против, идти войной на.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀντιστρατεύομαι
-
6 αντιστρατευω
-
7 497
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 497
См. также в других словарях:
ἀντιστρατεύομαι — take the field pres ind mp 1st sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστρατεύομαι — αντιστρατεύομαι, αντιστρατεύτηκα και αντιστρατεύθηκα βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιστρατεύομαι — (Α ἀντιστρατεύομαι κ. εύω) εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι νεοελλ. αντίκειμαι, αντιβαίνω σε κάτι αρχ. 1. εκστρατεύω, κάνω πόλεμο εναντίον κάποιου 2. εκστρατεύω κι εγώ … Dictionary of Greek
αντιστρατεύομαι — εύτηκα, εναντιώνομαι, είμαι αντίθετος σε κάτι: Οι εργάτες νομίζουν ότι το νομοσχέδιο για τις απεργίες αντιστρατεύεται στα συμφέροντά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιστρατεύσεται — ἀντιστρατεύομαι take the field aor subj mp 3rd sg (epic) ἀντιστρατεύομαι take the field fut ind mp 3rd sg ἀ̱ντιστρατεύσεται , ἀντιστρατεύομαι take the field futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀντιστρατεύομαι take the field aor subj mid 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένων — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευόμενον — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατεύει — ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 2nd sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 2nd sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένη — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένην — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστρατευομένοις — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut dat pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)