Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀντιστρατεύομαι

См. также в других словарях:

  • ἀντιστρατεύομαι — take the field pres ind mp 1st sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιστρατεύομαι — αντιστρατεύομαι, αντιστρατεύτηκα και αντιστρατεύθηκα βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντιστρατεύομαι — (Α ἀντιστρατεύομαι κ. εύω) εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι νεοελλ. αντίκειμαι, αντιβαίνω σε κάτι αρχ. 1. εκστρατεύω, κάνω πόλεμο εναντίον κάποιου 2. εκστρατεύω κι εγώ …   Dictionary of Greek

  • αντιστρατεύομαι — εύτηκα, εναντιώνομαι, είμαι αντίθετος σε κάτι: Οι εργάτες νομίζουν ότι το νομοσχέδιο για τις απεργίες αντιστρατεύεται στα συμφέροντά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιστρατεύσεται — ἀντιστρατεύομαι take the field aor subj mp 3rd sg (epic) ἀντιστρατεύομαι take the field fut ind mp 3rd sg ἀ̱ντιστρατεύσεται , ἀντιστρατεύομαι take the field futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀντιστρατεύομαι take the field aor subj mid 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρατευομένων — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem gen pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρατευόμενον — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc acc sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρατεύει — ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 2nd sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind mp 2nd sg ἀντιστρατεύομαι take the field pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρατευομένη — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρατευομένην — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρατευομένοις — ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut dat pl ἀντιστρατεύομαι take the field pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»