-
1 беспощадный
беспощадн||ыйприл ἀνελέητος, ἀμείλικτος, ἀνηλεής. -
2 неумолимый
неумолимыйприл ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, ἄκαμπτος, σκληρός:\неумолимый закон ὁ ἀδυσώπητος νόμος· \неумолимый человек ὁ ἄκαμπτος ἀνθρωπος. -
3 merciless
adjective (without mercy; cruel: merciless criticism.) άσπλαχνος,αμείλικτος -
4 remorseless
adjective (cruel; without pity: a remorseless tyrant.) αμείλικτος, ανελέητος -
5 беспощадный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαλύπητος, ανηλέητος, ανάλγητος, σκληρός, αμείλικτος, απηνής. -
6 неумолимый
επ., -лим, -а, -оαδυσώπητος, σκληρός, αμείλικτος, ανιξελέαστος, απηνής. -
7 ожесточённый
επ. από μτχ.σκληρός, αμείλικτος. || μτφ. λυσσώδης. || επίμονος, μανιώδης. -
8 свирепый
επ., βρ: -реп, -а, -о.1. άγριος, θηριώδης. || μτφ. θηριόψυχος, σκληρός, αμείλικτος, απηνής, αδυσώπητος. || αυστηρότατος•-ая цензура αυστηρότατη λογοκρισία.
2. σφοδρός, άγριος, δριμύς•свирепый ветер σφοδρός άνεμος•
-ая зима βαρύς (δριμύς) χειμώνας, βαρυχειμωνιά.
|| λυσσώδης, μανιώδης. -
9 amansız
ανελέητος, αμείλικτος
См. также в других словарях:
αμείλικτος — αμείλικτος, η, ο και αμείλιχτος, η, ο επίρρ. α αδυσώπητος, σκληρός: Στα ζητήματα αυτά λέγανε πως ήταν αμείλικτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμείλικτος — unsoftened masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείλικτος — και χτος, η, ο (Α ἀμείλικτος, ον) [μειλίσσω] ο δίχως οίκτο, σκληρός, αυστηρός, άκαμπτος, ανελέητος … Dictionary of Greek
ἀμειλίκτως — ἀμείλικτος unsoftened adverbial ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλικτον — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc sg ἀμείλικτος unsoftened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοιο — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοις — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοισι — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοισιν — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτου — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτους — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)