-
1 αμειλικτος
-
2 αμείλικτος
ος, ον, αμείλιχτος, η, ο непреклонный, неумолимый, безжалостный -
3 αμείλικτος
[амиликтос] еж. неумолимый, беспощадный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμείλικτος
-
4 αμείλικτος
[амиликтос] еж. неумолимый, беспощадный. -
5 αμειλιχος
См. также в других словарях:
αμείλικτος — αμείλικτος, η, ο και αμείλιχτος, η, ο επίρρ. α αδυσώπητος, σκληρός: Στα ζητήματα αυτά λέγανε πως ήταν αμείλικτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμείλικτος — unsoftened masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείλικτος — και χτος, η, ο (Α ἀμείλικτος, ον) [μειλίσσω] ο δίχως οίκτο, σκληρός, αυστηρός, άκαμπτος, ανελέητος … Dictionary of Greek
ἀμειλίκτως — ἀμείλικτος unsoftened adverbial ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλικτον — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc sg ἀμείλικτος unsoftened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοιο — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοις — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοισι — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοισιν — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτου — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτους — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)